Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

«Το σπουργιτάκι του Θεού» (Στέλλα Μιτσακίδου)

Την 3η Ιουνίου 2005 φονεύθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα η αγαπητή μας Στέλλα, που είχε στοιχεία «κατά Χριστόν σαλότητος», με μια εσωτερική ζωή του πνεύματος.

Ήταν με την θέλησή της άστεγη, ζούσε στους δρόμους, κοιμόταν τα βράδυα, χειμώνα-καλοκαίρι, στα παγκάκια, στα υπόστεγα και τα σαλόνια των Νοσοκομείων, αλλά ήταν γεμάτη αγάπη προς τον Θεό, τους αγίους και τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Τα ρούχα της ήταν πάντα καθαρά. Τις οικονομίες της τις διέθετε για αγαθοεργούς σκοπούς. Δεν ήθελε να την επαινή κανείς, και όταν την επαινούσαν, έκανε την «χαζή».

Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, είχε λάβει μια καλή παιδεία, χειριζόταν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, καθώς επίσης εγνώριζε την γαλλική γλώσσα και τελευταία προσπαθούσε να μάθη και ιταλικά.

Ο τρόπος εξόδου της από την ζωή αυτή έγινε όπως το ήθελε. Με μαρτυρικό θάνατο, άγνωστη εν μέσω αγνώστων. Κανείς δεν την ανεγνώρισε. Την ενταφίασαν χωρίς εξόδιο ακολουθία, γιατί δεν γνώριζαν τα στοιχεία της. Όλα αυτά με θαυμαστό τρόπο έγιναν γνωστά μετά από έναν χρόνο. Τότε έγινε και η κηδεία της. Αξιώθηκα να της κάνω και το μνημόσυνό της. Μετά το μνημόσυνό της, στο αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής Πελαγίας, η κ. Μηλίτσα Πισιμίση-Λουκίδου, νομικός, και η κ. Χρυσούλα Μαντά, οδοντίατρος, μας διηγήθηκαν τα σχετικά με την Στέλλα που ήταν πράγματι άνθρωπος του Θεού.

Στο τεύχος αυτό δημοσιεύουμε ένα κείμενο της κ. Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, που γράφηκε με την συνεργασία και της κ. Χρυσούλας Μαντά και παρουσιάζει ένα τμήμα της ευλογημένης ζωής της, και στο επόμενο τεύχος θα δημοσιεύσουμε τις αναμνήσεις των Μοναχών της Ιεράς Μονής Πελαγίας για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι του Θεού», την άγνωστη στον κόσμο, αλλά γνωστή στον Θεό, που έζησε «μόνη μόνω Θεώ». Νομίζω ότι η διήγηση αυτή θα βοηθήση τους ανθρώπους που ζουν με τον άκρατο ευδαιμονισμό, με αγχώδη νοοτροπία και διαρκώς παραπονούνται για πράγματα τα οποία θα ήθελαν να έχουν.

Στην περίπτωσή της ισχύει ο λόγος του Χριστού: «εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά• ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών;» (Ματθ. ς, 26).

Τελικά, ο άνθρωπος δεν «είναι» αυτό που «έχει», αλλά «έχει» αυτό που «είναι».

Η αείμνηστη Στέλλα, που είχα την εξαιρετική ευλογία να γνωρίσω, είναι μια θετική διαμαρτυρία για κάθε «ασφαλισμένο».



+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος



***

«Το σπουργιτάκι του Θεού»

της Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικού-Υπαλλήλου Υπ. Εργασίας



Με την Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στην Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι την διέταζαν και αυτή υπήκουε άμεσα και με χαμόγελο. Στέλλα, εδώ, Στέλλα, εκεί. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της.

Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το «Δόξα σοι, ο Θεός».

Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μας ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλωσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε.

«Δόξα σοι, ο Θεός» άκουγες συχνά από το στόμα της.

Η Σοκολατοποιΐα αυτή έκανε διάφορα είδη σοκολατάκια. Τα δεύτερης κατηγορίας τα εξήγαγε σε χώρες της Αφρικής. Αυτό στενοχωρούσε την Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε που εργαζόμασταν στην συσκευασία μαζί, θυμάμαι την Στέλλα πάνω από τα κουτιά συγκεντρωμένη να εύχεται «για τα αραπάκια που θα έτρωγαν τα σοκολατάκια».

Σε οποιαδήποτε αδικία που συνέβαινε στο χώρο της εργασίας –μας «τρώγανε» μεροκάματα– δεν απαντούσε, δεν κατέκρινε, δεν αντιδρούσε. Εκείνη την περίοδο η Στέλλα ήταν για μένα ένα λιμανάκι θαλπωρής, εγώ αντιδρούσα σε κάθε αδικία. Εκείνη στα σχόλιά μου απαντούσε με ένα γέλιο, με μια λέξη «Α! Μηλίτσα». Δεν την θυμάμαι ποτέ να έβαλε ένα σοκολατάκι στο στόμα της (υπενθυμίζω ότι εργαζόμασταν σε εργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Αν και οι πιο πολλοί εργαζόμενοι την θεωρούσαν «χαζή», εντούτοις την σέβονταν και διερωτώντο πως κατόρθωνε να εργάζεται τόσο αποτελεσματικά.

Η Στέλλα δεν συμμετείχε σε συζητήσεις που κάναμε• ήταν μαζί μας, αλλά συγχρόνως μακριά από σχόλια, μακριά από περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, όταν την ρωτούσαν να πη τη γνώμη της, έκανε την παλαβή. Το είχα προσέξει ότι το έκανε επίτηδες. Για όλα τα του κόσμου ήταν τρελή, παλαβή, όταν όμως της ζητούσες βοήθεια στην εργασία, τα χεράκια της κινιόντουσαν με στοργή να βοηθήσουν, ει δυνατόν και να δουλέψουν για σένα.

Μέσα σʼ αυτό το περιβάλλον γνωριστήκαμε. Την σεβόμουν τόσο που ποτέ δεν την ρώτησα για την προσωπική της ζωή. Από μόνη της μου είπε ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όλοι όσοι την γνώριζαν την χαρακτήριζαν λίαν επιεικώς «τρελή», ενώ εγώ ένιωθα ότι κάνουν λάθος. Η αλήθεια είναι ότι πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η Στελλίτσα ήθελε να την θεωρούν «τρελή». Κάποιες φορές τύχαινε να είμαστε οι δυό μας και να μιλάμε φυσιολογικά και όταν πλησίαζε κάποιος άρχιζε και έλεγε άλλα αντί άλλων. Εμένα μου δημιουργούσε αίσθημα γαλήνης και με άφηναν αδιάφορη οι κρίσεις των άλλων.

Στο εργοστάσιο αυτό της Σοκολατοποιΐας εργάσθηκα για λίγο χρονικό διάστημα. Την Στελλίτσα την συναντούσα συχνά στους δρόμους και πάντα είχε στην καρδιά της, στα χείλη της την ευχή. Συνήθιζε να την λέη εκφώνως, αλλά πολύ σιγά. Που και που ερχόταν στο σπίτι μου. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.

Τα χρόνια πέρασαν, την έχασα, μα πάντα την θυμόμουν με μια γλυκειά ανάμνηση και νοσταλγία.

Μετά παντρεμμένη πια θα την συναντούσα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Είχαμε πάει με τον άνδρα μου και θα διανυκτερεύαμε στην Μονή για την πρωϊνή Θεία Λειτουργία. Οι μοναχές με πολλή στοργή και ευγένεια μου ζήτησαν συγγνώμη, επειδή λόγω των οικοδομικών εργασιών δεν είχαν χώρο να με φιλοξενήσουν και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστώ το κελλί, όπου εφιλοξενείτο «μια ιδιόρρυθμη γυναίκα». Δέχθηκα. Με οδήγησαν στο κελλί, όπου με κατάπληξη διεπίστωσα ότι «η ιδιόρρυθμη γυναίκα» ήταν η στοργική μου Στελλίτσα, που είχα χρόνια να την ιδώ. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Μείναμε αγκαλιασμένες για αρκετή ώρα και ξαφνικά ακούω τις αδελφές να φωνάζουν: «Ελάτε, Γερόντισσα, να δήτε την Στελλίτσα με την Μηλίτσα αγκαλιά». Όλοι χαρήκαμε. Εκείνο το βράδυ η Στελλίτσα έκανε σαν παιδάκι από την χαρά της. Χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, σταυροκοπιόταν...

-Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα που παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα για να παντρευτής. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι που υποφέρεις από τα ποδαράκια σου. Ξέρω έχεις πρόβλημα. Υπομονή, προσευχή. (Υπʼ όψιν ότι η Στελλίτσα δεν γνώριζε ότι μου είχε εμφανισθή ένα χρόνιο επώδυνο πρόβλημα υγείας στα πόδια μου). Ο άνδρας σου θʼ αλλάξη χώρο, μην ανησυχής, θα είναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, αναγκάσθηκε να μεταφέρη σε άλλο χώρο το κτηνιατρείο του).

Εκείνο το βράδυ ειπώθηκαν πολλά. Την άλλη μέρα και ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ο,τι είχα αντιληφθή γιʼ αυτήν, ότι επρόκειτο για αγία ψυχή... Τήν επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινής. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πη τίποτε. Κι όμως το ήξερε...

Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πη: «Δεν αντέχω την τιμή που μου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δης• τελευταία με έβαλε να φάω μαζί τους• με τις αγίες ψυχές! Ποιά είμαι εγώ… Πω, πω, πω, Μηλίτσα!».

Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μας τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω να τη δω δεν πρέπει να μιλώ γιʼ αυτήν.

Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη, από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθή με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε.

Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνη στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού.

Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε και όταν της μιλούσε δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώη αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη με ένα αδιάκοπο «σʼ ευχαριστώ, σʼ ευχαριστώ».

Πολλές φορές το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνη αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή. Σιγά-σιγά αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στην δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.

Κάποια φορά, ενώ την σκεπτόμουν με συμπόνοια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους» ξαφνικά με κοιτάζει και μου λέει: -«Μη στενοχωριέσαι, θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη. Ξέρεις εκεί στα παγκάκια ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράπτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μ. Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου, χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο Ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό την σκέπη της Παναγίας μας».

Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των Ιατρείων του Δήμου. Την είδαν οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή:

«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ. Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα Ιατρεία που λούστηκα είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με».

Διοικητής: «Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστής να προσέξης να μη σε δουν. Άντε στο καλό».

Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.

Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε προσποιόταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς, που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά, όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε τα «παλαβά» της.

Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6,30-7π.μ.) την συναντούσα να βγαίνη από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθή στο σπίτι μας μου ομολόγησε: Αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε. Καθʼ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα. Την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής: Μια φορά της Αγίας Παρασκευής πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο, τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατή με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάη τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε.

Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθη και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.

Κάποτε είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων και ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα «στον κόσμο της» ψιθύριζε την ευχή και συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα έλεγε τι συμβαίνει με αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα η τους χαμογελούσε. Πάντα όμως συγκεντρωμένη στην ευχή. Οι πιο πολλοί την θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν.

Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωΐ βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο. Ξαφνικά γύρω στο μεσημέρι ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρτο. Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ». Τα έχασα. Στην ερώτηση ποιός της είπε να μου το φέρη στην αρχή ψέλλισε «η Παναγία», μετά άρχισε τα δυσνόητα, τα «παλαβά» της. Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το μοναστήρι και παρίστανε το γενέσιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνη λίγο κοντά μου να ξεκουραστή, να πιή κάτι, να δροσιστή κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάη για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθη, κανείς, κανείς». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ θέλω να το μάθω. Θέλω να μάθω το φευγιό σου». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάη για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά με κοιτάζει με ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθης, θα το μάθης».

Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίση τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθή να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από την βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνη το: «Ζη Κύριος ο Θεός».

Εν όψει αυτού του προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα, να της παραχωρήση ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάϊο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγη από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.

Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθή. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα η Χρυσούλα και εγώ για να μάθουμε για την Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρήτε». Εμείς όμως πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.

Μετά το Πάσχα του 2006 ένα βράδυ, πολύ αργά και ενώ η οικογένειά μου είχε αποκοιμηθή, ξάπλωσα κι εγώ και αποκοιμήθηκα αμέσως, πράγμα παράδοξο για μένα, και ξύπνησα αμέσως (το διεπίστωσα βλέποντας το ξυπνητήρι) από ένα δυνατό όνειρο: Είδα την Στελλίτσα κάτω από ένα ωραίο δένδρο, όρθια να ακουμπάη ελαφρά στον κορμό του, σε νεανική ηλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απέραντη θαλπωρή. Ένιωσα την ψυχή μου να βγάζη μια ουρανομήκη κραυγή, που αισθανόμουν να μου ξεσχίζη το στέρνο: «Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου...» Κι έτρεξα να την αγκαλιάσω, προτείνοντας τα χέρια μου, αλλά όταν έφτασα στο δένδρο εξαφανίστηκε και στην θέση της έκαιγε μια ολόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, που έχυνε γύρω ένα υπέροχο φως και η φλόγα της ανέβαινε ολόϊσα στον ουρανό. Αμέσως βλέπω στο χώμα, δίπλα στη λαμπάδα, ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε ένα εξαιρετικά κακοποιημένο σώμα σαν από τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα.

Ένα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε το είναι μου: «Η Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη από αμφιθυμία αισθημάτων: Χαρά μεγάλη από την παρουσία της Στέλλας και το φως της λαμπάδας και φόβο από την φωτογραφία της εφημερίδας. Ήθελα να ξυπνήσω τον Δημήτρη, τον άνδρα μου, να του πω για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι», όπως τη λέγαμε, όχι μόνον επειδή ζούσε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», αλλά και επειδή το βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό όμως με απέτρεψε να τον ξυπνήσω. Την επομένη τηλεφώνησα στην Γερόντισσα και στην Χρυσούλα και τους είπα το όνειρο. Και οι δυό μου συνέστησαν να ψάξουμε για την Στέλλα. Από εκείνη την στιγμή άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεία....

Η Χρυσούλα έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου 2005 και ώρα 6,10 μ.μ. κοντά στο σπίτι της σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό μία γυναίκα αγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δεν έχουν όνομα!). Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Στελλίτσα. Ενώ διέσχιζε τον δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο με οδηγό αξιωματικό του στρατού, ο οποίος έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Την συνέθλιψε. Μόνο το προσωπάκι της ήταν ευδιάκριτο (όπως έδειξαν οι φωτογραφίες της Τροχαίας).

Η Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τις 18 Ιουνίου 2005 στο Νοσοκομείο «Ασκληπιείον» και μετά το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Νεκροτομείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι τις 20 Ιουλίου 2005, οπότε και δόθηκε για ενταφιασμό. Το Γραφείο που την ενταφίασε μας πληροφόρησε ότι Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν εψάλη, μόνο ένα Τρισάγιο επί του τάφου.

Πρέπει να τονισθή ότι όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με την ανεύρεσή της, στην προσευχή μας της μιλούσαμε και της λέγαμε: «Εάν μας ακούς, εάν έχης παρρησία στο Θεό, οδήγησέ μας, βοήθησέ μας». Και πράγματι μας βοήθησε και φθάσαμε μέχρι τον χορταριασμένο «ανύπαρκτο» τάφο της, στην ανατολική άκρη του Νεκροταφείου του Ζωγράφου, με το νούμερο 8915.

Την ημέρα της αποδόσεως της εορτής του Πάσχα, ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, εψάλη η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Στέλλας, στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου συνήθιζε να εκκλησιάζεται κατά την Πασχάλιο Περίοδο. Ο Ιερέας είπε για την Στέλλα: «Έκανε τα παλαβά της, αλλά έλεγε σωστά πράγματα και πάντα ερχόταν γεμάτη τρόφιμα για τους πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα για την Θεία Λειτουργία... Μάλιστα έχει παραγγείλει να αγιογραφηθή η Αγία Μαρίνα στον Ναό μας.....».

Στις 3 Ιουνίου 2006 έγινε το ετήσιο μνημόσυνό της χοροστατούντος του λίαν προσφιλούς της Επισκόπου, π. Ιεροθέου, στο Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ( Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο.

Σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις μου είπε: «Νιώθω γεμάτη από αυτή τη ζωή. Όλα μου τα έχει δώσει ο Κύριος. Μόνο μια επιθυμία μου δεν έχει εκπληρωθή: Ήθελα να βαπτίσω δυό παιδάκια, που να τους έδινα το όνομα του Αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας μας, αλλά κανείς δε με θέλησε για κουμπάρα». Όταν της πρότεινα ότι θα προσπαθήσω να βαπτίσω εγώ τα δυό παιδάκια στη θέση της και μάλιστα, όταν μεγαλώσουν θα τους μιλήσω για την «πραγματική νονά τους», καταχάρηκε και αναφώνησε: «Τώρα ησύχασα. Είμαι έτοιμη να φύγω».–



ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ



Οι κατά Χριστόν σαλοί ανήκαν σε μια κατηγορία ανθρώπων που αποφάσιζαν να ακολουθήσουν μια δύσκολη οδό. Ζώντες στις πόλεις, προσεποιούντο τον τρελλό. Έκαναν πράξεις που θα έκανε ένας τρελλός, αλλά όμως οι πράξεις αυτές είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κατά Χριστόν σαλοί είχαν σε ύψιστο βαθμό νοερά ενέργεια, είχαν ακόμη σώας τας φρένας, διάλεγαν όμως έναν σκληρό δρόμο και τρόπο ζωής.....

Η ζωή των κατά Χριστόν σαλών ήταν μια τελεία, ίσως και ακραία εφαρμογή της μωρίας κατά Χριστόν, που είναι η πεμπτουσία όλου του πνεύματος του Ευαγγελίου. Δεν μπορούν, βέβαια, όλοι να παριστάνουν τον κατά Χριστόν σαλό, όπως το είδαμε προηγουμένως, γιατί αυτό είναι ένα ιδιαιτερο χάρισμα και μια ιδιαίτερη ευλογία του Θεού, αλλά όλοι μπορούν να βιώσουν την κατά Χριστόν σαλότητα σε μετριότερη μορφή και ανάλογη προσαρμογή. Και αυτό γίνεται αντιληπτό από το ότι η ζωή που έχει η Εκκλησία, ζωή της αγάπης, της πίστεως, της εγκρατείας αποβλέπει και εμπνέεται από ένα άλλο πολίτευμα, που είναι σαφώς αντίθετο από τα ανθρώπινα πολιτεύματα. Όλη αυτή η ζωή που έχει η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνη εύκολα αντιληπτή από τους ανθρώπους, που κέντρο τους έχουν την λογική και τις αισθήσεις. Η χριστιανική ζωή, χωρίς να καταργή την λογική και τις αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές.



--------------------------------------------------------------------------------

Η ταπεινή προσκυνήτρια



Το κύριο θέμα στο προηγούμενο τεύχος της Παρέμβασης ήταν για «το Σπουργιτάκι του Θεού», την Στέλλα Μιτσακίδου. Η Στέλλα επισκεπτόταν συχνά το Μοναστήρι Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Για τον λόγον αυτό ζητήσαμε από τις αδελφές του μοναστηριού να μας μιλήσουν από την πλευρά τους για όσα αντελήφθησαν από την μυστική και πολύτιμη ζωή της Στέλλας και μας απέστειλαν το κείμενο που δημοσιεύουμε στην συνέχεια.



Με αφορμή των όσων ελέχθησαν στην Σύναξη του Σαββάτου, στο Αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής, στις 3 Ιουνίου, αναβίωσαν στην μνήμη μας οι αναμνήσεις και πολλά γεγονότα από την ζωή της μακαριστής Στέλλας, της ταπεινής προσκυνήτριας της Παναγίας του Μοναστηριού μας. Δεν ήταν σαν τους πολλούς προσκυνητές, που έρχονται και παρέρχονται, αλλά σαν αυτούς, τους αληθινούς, που είναι όπως τους θέλει ο Θεός και Τον προσκυνούν «εν Πνεύματι και αληθεία».

Την γνωρίζαμε 19 χρόνια, από τότε που εγκαταβιώσαμε στο Μοναστήρι. Ερχόταν ανελλιπώς στην Πανήγυρη της Μονής, αρκετές ημέρες νωρίτερα, αλλά και άλλες φορές. Κάποτε χανόταν για ένα χρονικό διάστημα και πάλι εμφανιζόταν. Επισκεπτόταν Μοναστήρια και Ιερά Προσκυνήματα, της άρεσε να πηγαίνη εκδρομές και ταξίδια. Δεν άφηνε προσκύνημα, ούτε και Μοναστήρι που να μην το έχη επισκεφθή. Πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα, στην Παναγία την Φανερωμένη στην Σαλαμίνα, στην Τήνο, στην Πάτμο, στην Μυτιλήνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Μικρά Ασία, στους Αγίους Τόπους, στο Σινά, στην Ρωσία, στην Ιταλία και παρ' ολίγο και στην Κορέα.

Στο Μοναστήρι μας έφθανε πάντα κουρασμένη και καταϊδρωμένη, πεζή από την εθνική οδό τις περισσότερες φορές. Ήθελε να περπατάη και να προσεύχεται καθ' οδόν. Χτυπούσε πολύ δυνατά το καμπανάκι της πόρτας μ' έναν δικό της τρόπο που, πριν την δούμε, καταλαβαίναμε όλες ότι έφθασε η Στέλλα. Την υποδεχόμασταν με πολλή χαρά και αφού πρώτα προσκυνούσε στον Ναό, έπειτα κατευθυνόταν στον ξενώνα όπου εκεί είχε φτιάξει την δική της γωνιά. Είχε συγκεντρωμένες τις αποσκευές της, ο,τι αγόραζε από τα Προσκυνήματα και τις εκδρομές, τα βιβλία της, Αγία Γραφή, βίους αγίων, κασέτες με κηρύγματα και ψαλμωδίες, ένα μικρό κασετόφωνο, που ήταν μονίμως χαλασμένο, κλωστές, καρφίτσες και βελόνες για την ραπτική της.

Άστεγη καθώς ήταν τα τελευταία χρόνια, δίχως νοικοκυριό, χαιρόταν που κρεμούσε στον τοίχο τις εικόνες της και μπορούσε να ράψη πάνω στο κρεβάτι της καλύτερα απ ο,τι στα παγκάκια και στις σκάλες, η στα σαλόνια των Νοσοκομείων όπου συνήθιζε να ράβη και να κοιμάται. Είχε μαζί της μια κατσαρόλα και ελάχιστα, μηδαμινά σκεύη κουζίνας και χαιρόταν αφάνταστα που της επιτρέπαμε, όταν ήθελε, να μαγειρέψη μόνη της, όπως αυτή ήθελε, τον δικό της τραχανά, που είχε αγοράσει, στα δικά της σκεύη και να βράση μόνη της τα χόρτα που μάζευε γύρω από το Μοναστήρι. Έλεγε με ευχαρίστηση: «Σας ευχαριστώ, γιατί μ'αφήνετε να αισθάνoμαι κι'εγώ σαν νοικοκυρά!».

Σε μια ξεχωριστή τσάντα είχε ''τα της θανής της'' δηλαδή, ένα σάβανο, που το είχε αγοράσει από τα Ιεροσόλυμα και καθαρά καινούρια ρούχα, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω του ξαφνικού της θανάτου.

Θυμόμαστε την σκηνή που έπαιρνε ευχή από την Γερόντισσα και συγχρόνως η Γερόντισσα την ασπαζόταν στο κεφάλι και της έλεγε: «Μπορείς να μείνης, Στέλλα, όσο θέλεις». Αυτή ήταν εκείνη την στιγμή σαν ένα μικρό, φρόνιμο, υπάκουο και ταπεινό παιδάκι. Δεν ήξερε πως να εκφράση την ευχαρίστησή της. Η Γερόντισσα της ζητούσε να προσεύχεται για όλη την αδελφότητα και εκείνη απαντούσε: «Μάλιστα, μετά χαράς. ''Φωτεινης μοναχής και της συνοδείας αυτής''. Το γράφω παντού, όπου πηγαίνω». Επίσης όταν της ζητούσαμε να ψάλλη κάτι, αν ήθελε, τότε έσκυβε λίγο το κεφαλάκι της και έψαλε με την γλυκειά και κατανυκτική φωνή της στην Γερόντισσα, σε τρίτο ήχο, το απολυτίκιο της αγίας Φωτεινής, της Σαμαρείτιδος. «Θείω Πνεύματι καταυγασθείσα και τοις νάμασι καταρδευθείσα, παρά Χριστού του Σωτήρος Πανεύφημε...».

Μέσα στον ξενώνα καθόταν πολλές ώρες. Έλεγε την ευχή, διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα βιβλία, έψαλε ύμνους στην Παναγία και απολυτίκια αγίων. Διάβαζε και έψαλε σωστά και με ευκρίνεια. Επανελάμβανε με όλη την δύναμη της ψυχής της πολλές φορές το «Θεοτόκε Παρθένε...», το «Γενηθήτω το θέλημά Σου Κύριε» και την αγαπημένη της δοξολογία που ήταν το :«Δοξασμένο το όνομά σου Κύριε». Της άρεσε πολύ να ψάλλη το απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως. Αγαπούσε πολύ την Παναγία. Προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Μερικές φορές μιλούσε μόνη της σαν να είχε κάποιον δίπλα της.

Και φυσικά ο πιο ειλικρινά "δίπλα της" γι'αυτήν ήταν ο Θεός στον Οποίο και απευθυνόταν με απλότητα και πολλή πίστη για όλα τα θέματα ακόμη και για τα πιο απλά.

Μια χειμωνιάτικη, παγερή ημέρα κάποια αδελφή περνούσε έξω από τον χώρο της και την άκουσε να φωνάζη και να λέη: «Χριστέ μου κρυώνω!!...κρυώνω Χριστέ μου!». Βέβαια είχε θέρμανση για "όσο ήθελε''.

Ήταν αξιοθαύμαστη η αφοσίωσή της και η αγάπη της στον Θεό. Ένας άνθρωπος με τόσα προβλήματα και στερήσεις, χωρίς σπίτι, μόνη και σε τέτοια ηλικία να προσεύχεται και να υμνή έτσι τον Θεό! Και χωρίς υποσχέσεις, χωρίς Σχήμα και κουρά, χωρίς δικό της κελλί.. Είχε εσωτερική εργασία, σταυρική πορεία και ήταν παραδομένη στο θέλημα του Θεού.

Ήταν πάντα πολύ πρόθυμη να σκουπίζη την αυλή, να μαζεύη τα χαρτάκια και τα σκουπίδια με τα χέρια της. Ιδιαίτερα την ευχαριστούσε να εργάζεται στον Ναό. Έκαμνε τέλεια την εργασία που της ανέθετες. Γυάλιζε με μεγάλη επιμέλεια τα μπρούτζινα σκεύη. Στην προτροπή μας να μη κουράζεται και να τελειώνη σύντομα απαντούσε « ο,τι γίνεται στο Μοναστήρι πρέπει να γίνεται τέλεια, γιατί εδώ είναι το σπίτι της Παναγίας». Την ώρα της εργασίας προσευχόταν η έψαλε.

Ήταν πολύ ευγνώμων. Όταν της προσφέραμε, φαγητό η κάποιο άλλο κέρασμα μας έδινε πολλές ευχές :«Καλό Παράδεισο, ο Θεός να είναι μαζί σας, σας ευχαριστώ πολύ, εσείς είσθε άξιες να Τον υπηρετήτε». Δεν ήξερε επίσης με ποιόν τρόπο να ευχαριστήση την αδελφή όταν της έκοβε κάποιο ύφασμα και της έκανε πρόβα για να το ράψη έπειτα η ίδια της και άλλη αδελφή όταν της έκοβε τα μαλλιά η της διόρθωνε το χαλασμένο κασσετόφωνο. Μας ζητούσε συγγνώμη εάν μας λύπησε με κάτι. Ήταν πολύ ευαίσθητη και δεν ήθελε να μας κουράζη.

Σε μια αδελφή, που της ζήτησε να προσεύχεται για μας, εκείνη απάντησε: «Ο Θεός θέλει να κάνουμε υπακοή!».

Όταν έμαθε ότι κάποια αδελφή έπρεπε να χειρουργηθή και ετοιμάζεται για το Νοσοκομείο, ζήτησε να την δη και της έδινε εγκάρδιες και ενθαρρυντικές συμβουλές και πολλές ευχές. «Μην ανησυχείτε, αδελφή, δεν είναι τίποτε, κάνετε υπομονή και θα περάση γρήγορα. Μετά την εγχείρηση θα νοιώθετε πολύ καλά. Ο Θεός να είναι μαζί σας».

Είχε την επιθυμία να φτιάξη κόλυβα για τους κεκοιμημένους γονείς και συγγενείς της, την οποία δυσκολευόταν να πραγματοποιήση. Χάρηκε υπερβολικά, όταν μια αδελφή, το Ψυχοσάββατο προ της Πεντηκοστής που βρέθηκε στο Μοναστήρι, έφτιαξε τα κόλυβα που μας είχε ζητήσει . Είχε παραγγείλει το πρόσφορο, έφερε μαζί της το νάμα, ζήτησε χαρτί και στυλό για να γράψη τα ονόματα των νεκρών που ήθελε.

Όταν ερχόταν μετά από κάποια προσκυνηματική εκδρομή μας έφερνε πάντα ευλογίες (λαδάκι από το καντήλι, σταυρουδάκια, θυμίαμα, μια κασέτα κλπ.). Άλλες φορές όταν της ανοίγαμε την πόρτα με πολλή χαρά μας εδινε τον καφέ και τα λουκούμια που κρατούσε λέγοντας: «Αυτά είναι για σας, σας παρακαλώ, μη τα κεράσετε στον κόσμο. Είναι κατάφρεσκος ο καφές. Πιστεύω θα σας αρέση. Τον πήρα σήμερα από τον Λουμίδη».

Την τελευταία φορά ήρθε με τον Σύλλογο ''Ονησιμος''. Ήταν ένα λεωφορείο με προσκυνητές από τους οποίους γνώριζε πολλούς. Βγήκε πρώτη από το λεωφορείο και έτρεξε στην κουζίνα για να προλάβη να δώση τον καφέ και τα λουκούμια που είχε αγοράσει. Ήταν όλο χαρά που προσφέραμε το δικό της κέρασμα στους προσκυνητές εκείνη την ημέρα.

Όταν της ζητούσαμε να προσευχηθή για κάποιο συγγενικό η φιλικό πρόσωπο, την επόμενη φορά που ερχόταν ρωτούσε «τι κάνει ο τάδε;» η «κάνε ένα καφέ να πιούμε για την ψυχή του αδελφού σου. Τον μνημονεύω, αδελφή μου».

Σεβόταν και τιμούσε πολύ τον Πνευματικό μας Πατέρα. Διάβαζε τα βιβλία του και μας έλεγε: «Να ξέρετε ότι έχετε σοφό και φωτισμένο Πνευματικό. Με τα βιβλία που γράφει βοηθάει πολύ κόσμο». Τον συνάντησε στο Μοναστήρι αρκετές φορές και κάποια φορά, στην εορτή της αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο αμέσως τηλεφώνησε να μας πη ότι τον είδε και φορούσε μια «λαμπρή στολή». Θυμάται μια αδελφή, πως, ενώ πλησίαζε κάποτε να πάρη ευχή από τον Δεσπότη ψιθύριζε: «ευλόγησέ τον Κύριε» και το επανελάμβανε πολλές φορές. Ύστερα πρόσθεσε: «ποιά είμαι εγώ που μπορώ να προσευχηθώ γι'αυτόν; ο Θεός να τον ευλογήση».

Ελεεινολογούσε τον εαυτό της και ευχαριστούσε για όλα τον Θεό. Δεν ήθελε να την επαινής, ούτε να λες κάτι καλό γι αυτήν. Τότε θύμωνε και δεν μιλούσε. Δεν ήθελε να την ρωτάς για την υγεία της. Σε κάποιες ερωτήσεις μας, σχετικά με την ζωή της, μερικές φορές δεν απαντούσε και σιωπούσε. Απέφευγε να μιλάη για τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε την εξωτερική της εμφάνιση και συμπεριφορά. Ένας μικρός ξύλινος Σταυρός, περασμένος σ' ένα κορδόνι, κρεμόταν στον λαιμό της, το κομποσχοίνι της, οι αποσκευές της με κάποια ευτελή ενδύματα, λίγα βιβλία, εικόνες και κασέτες, μια μικρή σύνταξη ήταν όλη της η περιουσία. Κρατούσε ελάχιστα χρήματα για τις προσωπικές της ανάγκες και τα εισητήρια.

Έκανε αληθινή και θεάρεστη ελεημοσύνη. Κοιμόταν στα παγκάκια των πάρκων και στα σαλόνια των Νοσοκομείων, την περιφρονούσαν οι άνθρωποι ως επαίτη και την έδιωχναν και εκείνη με την μικρή πτωχική της σύνταξη βοηθούσε πτωχούς, έκανε δωρεές σε διάφορες Εκκλησίες για αγιογραφίες, Ιερά καλύμματα, σημειωτέον και στην εξωτερική Ιεραποστολή.

Πολλές φορές τόσο με την παρουσία της όσο και με την συμπεριφορά της άφηνε αίσθηση "δια Χριστόν σαλής".

Μεταξύ πολλών άλλων, φανερών και αφανών, κάποια αδελφή θυμάται: «μια μέρα της πήγαινα φαγητό στο δωμάτιό της και είχα τον λογισμό ότι είναι αγία, ''δια Χριστόν σαλή''. Όταν μπήκα μέσα, χωρίς κανένα λόγο άρχισε να φωνάζη: ''Τι είναι αυτό που μου έφερες!... Δεν το θέλω!.. Πάρτο πίσω!..'' Δεν μπορώ να το κρίνω αν ήταν απάντηση στο λογισμό μου...»

Κάποια φορά έτρεχε από τον άγιο Αλέξιο, το κοιμητήρι της Μονής, και φώναζε δυνατά και χαρούμενα: «Βρήκα, αδελφούλα μου, τον τάφο ανοιχτό –τον είχε ανοίξει πριν την κοίμησή της η Γερόντισσα Μακρίνα –και ήθελα να μπω μέσα, να ξαπλώσω, αλλά σκέφθηκα ότι αγία ψυχούλα θα μπη εκεί και δεν μπορώ εγώ να τον μολύνω. Έτσι ξάπλωσα δίπλα. Τι όμορφα που ήταν!» Πετούσε από την χαρά της!

Μια χρονιά, παραμονή των αγίων Αρχαγγέλων, στις 7 Νοεμβρίου βρέθηκε ξαφνικά, όπως ερχόταν πάντα, στο Μοναστήρι με σκοπό να κατεβή πάλι το απόγευμα για τον Εσπερινό στο εξωκκλήσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, που πανηγύριζε και βρίσκεται κοντά στις όχθες της Υλίκης λίμνης. Εκείνο το βράδυ όμως έγινε ''χαλασμος Κυρίου''. Έπιασε δυνατή βροχή με αέρα και κρύο μαζί. Την άλλη ημέρα λίγο πριν το μεσημέρι η Γερόντισσα Μακρίνα, βλέποντας να μη σταματάη η βροχή, άρχισε να ανησυχή και μαζί με μια αδελφή, που οδηγούσε, κατευθύνθηκαν στο Εκκλησάκι. Την βρήκαν να κάθεται μόνη στα σκαλάκια του Ναού. Ανέμελη και χαρούμενη χαμογέλασε και είπε: «Μην ανησυχείτε για μένα. Έχω τους Αρχαγγέλους συντροφιά». Την πήραν μαζί τους στο αυτοκίνητο και ανέβηκαν στο Μοναστήρι.

Πριν δύο χρόνια, εορτή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, 29η Αυγούστου, βρέθηκε στην Θήβα. Περπατώντας μέσα στην αγορά βρήκε τα κρεοπωλεία ανοιχτά με τα κρέατα κρεμασμένα και τις τιμές πάνω σε αυτά. Έσχιζε τις τιμές και έτρεχε γρήγορα για να μη την πιάσουν οι κρεοπώλες λέγοντας: «νηστεία είναι σήμερα». Ήρθε έπειτα στο Μοναστήρι και γελώντας μας το αφηγείτο.

Την ίδια χρονιά, ένα απόγευμα του Καλοκαιριού, ήρθε καταϊδρωμένη και κατακόκκινη από την ζέστη με τα πόδια από το Ακραίφνιο. Μπαίνοντας στον ξενώνα διεπίστωσε ότι δεν είχε μαζί της μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, της Ιεροσολυμίτισσας. Βγαίνει γρήγορα, έρχεται στην κουζίνα και φεύγει τρέχοντας για το χωριό, πιστεύοντας ότι θα της έπεσε στο Πρατήριο που άφησε για λίγο την τσάντα της. Ήταν ώρα Εσπερινού και μέχρι να τελειώση ο Εσπερινός επέστρεψε κρατώντας την σφιχτά στα χέρια της και φιλώντας την Παναγία. «Την βρήκα, αδελφή μου, την βρήκα». Την χάρισε έπειτα στην αδελφή για να την κάνη εικόνα. Διήνυσε 10 χιλιόμετρα σε 3/4 της ώρας. Έτρεχε, δεν περπατούσε!

Μια φορά έφερε ξυνό τραχανά από κάποιο Μοναστήρι και ήθελε να της βράσουμε από αυτόν. Μόλις της τον πήγε η αδελφή, τον δοκίμασε και τον επέστρεψε λέγοντας: «Δεν τον θέλω, αδελφή μου, δεν είναι ξυνός, να τον δώσης στις γάτες». Πιστεύει η αδελφή πως το έκανε για να μη φάη κάτι που της άρεσε.

Σε μια από τις τελευταίες φορές που ήρθε στο Μοναστήρι είπε σε μια αδελφή: «Ξέρω, αδελφούλα μου, είσαι πολύ απασχολημένη, έχεις πολλές δουλειές. Κάνε όμως ελεημοσύνη και κάθησε να με ακούσης». Και άρχισε να αφηγήται περιστατικά που της συνέβησαν εκείνο τον καιρό και είχε στενοχωρηθή• όπως π.χ. που χαστούκισε τον οδηγό αστικού λεοφωρείου, στην Αθήνα, γιατί προσπάθησε να της σπρώξη την τσάντα που κρατούσε και δεν έφευγε από την είσοδο του λεοφωρείου. Βρέθηκε τότε στο Αστυνομικό Τμήμα μαζί με τον οδηγό, αλλά την απέλυσαν και γελούσε, αν και έλεγε πως έπρεπε να το εξομολογηθή γιατί αυτό την εμπόδιζε να κοινωνήση. Είπε επίσης για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε όταν πήγαινε στα σαλόνια των Νοσοκομείων για να διανυκτερεύση, επειδή ήταν άστεγη. Την έδιωχναν οι Νοσοκόμες, την μάλωναν οι καθαρίστριες, φώναζαν οι γιατροί και πολλές φορές καλούσαν την Αστυνομία.

Όταν την ρώτησε μια αδελφή: «Τι απαντάς, Στέλλα, σε όσους σε φωνάζουν και στους Αστυνομικούς»; εκείνη με θάρρος και ύφος είπε την απολογία της: «Ξέρετε, Κύριοί μου, εσείς έχετε το σπίτι σας, το κρεβάτι σας, το φαγητό σας, εγώ που θα μείνω; Το Κράτος φροντίζει για τους αλλοδαπούς, για τους πλημμυροπαθείς, τους σεισμόπληκτους, για μένα κανένας δεν φροντίζει». Άλλη φορά είπε: «Είναι καλοί άνθρωποι οι Αστυνομικοί. Εγώ δεν τους φοβάμαι. Άλλοι είναι αυτοί που με οδηγούν εκεί».

Τον τελευταίο καιρό είχε σοβαρό πρόβλημα γιατί ο Πνευματικός της, ένας ηλικιωμένος κατάκοιτος Παπούλης είχε κοιμηθή και ο καινούριος, επειδή δεν είχε πολύ χρόνο, δεν δεχόταν να του τα έχη γραμμένα και να τα διηγήται όλα με λεπτομέρειες. Έπρεπε να τελειώνη γρήγορα. Αυτό όμως δεν την ανέπαυε γιατί ήθελε να κάνη τέλεια εξαγόρευση, χωρίς να κρύπτη το παραμικρό και έτσι ήταν στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να εξομολογηθή, όπως αυτή ήθελε.

Είναι αλήθεια ότι της πρότειναν πολλοί να την φιλοξενήσουν και κάποιοι επίσης να της χαρίσουν ένα δωμάτιο. Δεν δεχόταν όμως και δεν ήθελε να δεσμεύεται. Είχε τις δικές της ''παραξενιες''που τις πλήρωνε όμως πολύ ακριβά. Στην πρότασή μας, μάλιστα, να μείνη μαζί μας έλεγε: «Μα εσείς είσθε μοναχές, ανήκετε στο Μοναστήρι σας, εγώ δεν ανήκω εδώ, είμαι ξένη. Πρέπει να φύγω. Άλλωστε οι δουλειές μου είναι στην Αθήνα. Θα πάω στις ομιλίες μου, στις αγρυπνίες, να πληρωθώ, να πάω για εξομολόγηση. Έχω δουλειές, αδελφή μου. Σας ευχαριστώ πολύ. Δεν μπορώ όμως να μείνω εδώ». Ούτε στην Μηλίτσα - γνωστή της κυρία, που την αγαπούσε- ήθελε να μένη πολύ. «Μα, η Μηλίτσα έχει οικογένεια, έχει τα παιδιά της, τον σύζυγό της, έχει την δουλειά της. Ένα βράδυ μόνο μπορώ να μείνω για να πάω πρωΐ-πρωΐ να πάρω νούμερο για εξομολόγηση».

Τον τελευταίο καιρό όμως, 8 μήνες πριν τον θάνατό της, βλέποντας πως οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν, δέχθηκε να φιλοξενηθή στο σπίτι της κυρίας Χρυσούλας, η οποία με πολλή αγάπη και ιδιαίτερη φροντίδα της παραχώρησε ξεχωριστό διαμέρισμα. Έκτοτε δεν εμφανίσθηκε στο Μοναστήρι.

Ένα χρόνο μετά τον αφανή θάνατό της και την περιπετειώδη και άσημη ταφή της και λίγες ημέρες μετά το "ετήσιο" Αρχιερατικό Μνημόσυνό της στο Καθολικό της Ιεράς Μονής, πιστεύουμε απόλυτα ότι ο Κύριος της έχει χαρίσει ''αυλη και αχειροποίητη σκηνή'' για να Τον δοξολογή αιωνίως. Με την ελπίδα και την βεβαιότητα μαζί ότι βρήκε παρρησία στον Θεό, πιστεύουμε ότι θα εισακούση Κύριος ο Θεός τις προσευχές της ταπεινής δούλης Του Στέλλας και για την δική μας αδελφότητα, όπως και για όλο τον κόσμο.

Η "ταπεινή προσκυνήτρια" έζησε αφανώς και κοιμήθηκε αφανώς. Έζησε όλη της την ζωή μαρτυρικώς και τελείωσε την ζωή της το ίδιο μαρτυρικώς, από τροχαίο ατύχημα στην οδό Βουλιαγμένης στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου του 2005.

Κ.μ.



Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου



ΙΟΥΛΙΟΣ 2006

ΠΗΓΗ: parembasis.gr
_________________
--------------------------------------------------------------------------------



Την ευχή σου να έχουμε γερόντισα Στελίτσα


και την ταπεινότητά σου......
_________________

--------------------------------------------------------------------------------

Θα αντιγράψω εδώ τα λόγια του μεγάλου Αγίου Σαλού, του Αγίου Συμεών, προς τον διάκονο Ιωάννη (ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε τον μυστικό αγώνα του) λίγο πρίν κοιμηθεί.

Πολλές φορές είχε κάνει εκτεταμένες και ωφέλιμες συζητήσεις μόνο μέ τόν Ιωάννη τό διάκονο και απειλούσε ότι, αν τόν φανερώσει, θα βασανιστεί πάρα πολύ στην άλλη ζωή. "Οταν του διηγήθηκε όλη τή ζωή του, δυό μέρες πρίν φύγει άπό αυτήν τή ζωή, του έλεγε: «Σήμερα πήγα στον αδελφό Ιωάννη και τόν βρήκα νά έχει προκόψει πολύ, μέ τή βοήθεια του Θεού, και χάρηκα. Τόν είδα νά φοράει στεφάνι μέ τήν επιγραφή "στεφάνι υπομονής τής ερήμου". Καί μου λέει εκείνος ό ευλογημένος: «Είδα, καθώς ήρθες, κάποιον νά σου λέει: " "Έλα, έλα, Σαλέ, γιά νά πάρεις όχι ένα στεφάνι, αλλά τά στεφάνια των ψυχών πού μου προσέφερες.» Ξέρω, αρχιδιάκονε ότι δεν είδε τίποτα τέτοιο γιά μένα, άλλα μου έκανε φιλοφρόνηση. Τρελός καί παλαβός άνθρωπος τι μισθό μπορεί νά έχει;»
Του έλεγε ακόμη:
«Σέ Ικετεύω νά μην περιφρονήσεις ποτέ κανέναν καί μάλιστα μοναχό ή φτωχό σ' οποιαδήποτε κατάσταση κι αν τόν δεις. Γνωρίζει ή αγάπη ότι υπάρχουν φτωχοί καί κυρίως τυφλοί, πού έχουν καθαριστεί καί λάμπουν σάν τόν ήλιο μέ τήν υπομονή τους καί τά βάσανα τους. Πόσους ντόπιους γεωργούς δέν είδα πολλές φορές στην πόλη νά πηγαίνουν νά κοινωνήσουν καί νά είναι πιό καθαροί κι άπό τό χρυσάφι, επειδή ήταν άκακοι, απερίεργοι καί επειδή έτρωγαν τό ψωμί τους μέ τόν ίδρωτα του προσώπου τους. Μή μέ κατηγορήσεις κύριε μου, γι' αυτά πού σου λέω. Γιατί ή αγάπη μου γιά σένα μέ ώθησε να σου διηγηθώ όλη την αμέλεια της αξιοθρήνητης μου ζωής. Να ξέρεις ότι και σένα ό Κύριος θα σε πάρει γρήγορα κοντά Του. Φρόντισε την ψυχή σου μ' όλη σου τη δύναμη, για να μπορέσεις νά περάσεις ανεμπόδιστα ανάμεσα άπό τους σκοτεινούς κοσμοκράτορες στον αέρα. Γνωρίζει ό Κύριος πόση μέριμνα και φόβο έχω, μέχρις ότου απαλλαγώ άπό αυτούς. Αυτή είναι ή " ημέρα ή πονηρά" για την οποία μίλησαν ό Απόστολος και ό Δαυίδ. Γι' αυτό σέ παρακαλώ, παιδί μου και αδελφέ μου Ιωάννη, αγάπησε μέ όλη σου τη δύναμη, αν είναι δυνατόν πάνω άπό τη δύναμη σου, τόν πλησίον σου μέ τήν ελεημοσύνη, γιατί αυτή ή αρετή περισσότερο άπ' όλες θα μας βοηθήσει τότε. Γιατί λέει ή Γραφή: 'Είναι μακάριος ο άνθρωπος πού φροντίζει τό φτωχό και στερημένο, κατά τήν ήμερα τήν πονηρή θα τόν σώσει ό Κύριος". Ακόμη σέ παρακαλώ νά μή σταθείς ποτέ μπροστά στό άγιο θυσιαστήριο έχοντας μέσα σου τίποτε εναντίον κανενός, μήπως ή αμαρτία σου κάνει καί άλλους ανάξιους της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος».
Αυτά και άλλα πολλά του είπε, μερικά άπό τά όποια τόν παρακάλεσε νά μήν τά πει ποτέ σέ κανένα, επειδή δέν μπορούν νά τά δεχτούν όλοι μέ πίστη. «Παρηγορήσου, γιατί μέσα σέ τρεις μέρες θα πάρει κοντά Του ό Κύριος τό Σαλό τόν ελάχιστο και τόν Ιωάννη τόν αδελφό του. Μάλιστα εγώ ό ίδιος πήγα και του είπα: " "Έλα, αδελφέ, ας πηγαίνουμε, είναι καιρός πιά". Μετά δυό μέρες νά έρθεις στό καλύβι μου, νά δεις τι θα βρεις, γιατί θέλω νά μνημονεύεις τόν τιποτένιο και αμαρτωλό Σαλό». Και αφού του είπε αυτά καί πολλά άλλα, πήγε καί περιορίστηκε στό καλύβι του.

Μου ήρθαν στο μυαλό καθώς διάβαζα τον βίο της Στελίτσας.
Αυτοί οι απλοί θα μας κρίνουν εκείνη την ημέρα. Αυτοί οι αφανείς, οι "παρακατιανοί", οι επαίτες, οι "χαζοί". Και θα είμαστε και αναπολόγητοι (για τον εαυτό μου μιλώ πρωτίστως)
Πώς το λέει κάπου για τον Θεό; πού έκρυψε τα μυστήρια του από τα μάτια των ισχυρών και υπερηφάνων και τα φανέρωσε στους ταπεινούς και καταφρονεμένους; (δεν το θυμάμαι, ας το βάλει κάποιος θεολόγος, ή όποιος το θυμάται, να το ξαναδιαβάσουμε)
Ας πρεσβεύουν όλοι οι Άγιοι (κρυφοί και φανεροί) να ελεήσει και εμάς ο Κύριος.
Αμήν

--------------------------------------------------------------------------------

Το βρήκα τελικά

19ιδου διδωμι υμιν την εξουσιαν του πατειν επανω οφεων και σκορπιων και επι πασαν την δυναμιν του εχθρου και ουδεν υμας ου μη αδικησει

20πλην εν τουτω μη χαιρετε οτι τα πνευματα υμιν υποτασσεται χαιρετε δε μαλλον οτι τα ονοματα υμων εγραφη εν τοις ουρανοις

21εν αυτη τη ωρα ηγαλλιασατο τω πνευματι ο ιησους και ειπεν εξομολογουμαι σοι πατερ κυριε του ουρανου και της γης οτι απεκρυψας ταυτα απο σοφων και συνετων και απεκαλυψας αυτα νηπιοις ναι ο πατηρ οτι ουτως εγενετο ευδοκια εμπροσθεν σου

22παντα παρεδοθη μοι υπο του πατρος μου και ουδεις γινωσκει τις εστιν ο υιος ει μη ο πατηρ και τις εστιν ο πατηρ ει μη ο υιος και ω εαν βουληται ο υιος αποκαλυψαι

23και στραφεις προς τους μαθητας κατ ιδιαν ειπεν μακαριοι οι οφθαλμοι οι βλεποντες α βλεπετε

24λεγω γαρ υμιν οτι πολλοι προφηται και βασιλεις ηθελησαν ιδειν α υμεις βλεπετε και ουκ ειδον και ακουσαι α ακουετε και ουκ ηκουσαν

Δεν υπάρχουν σχόλια: