Σάββατο 31 Μαΐου 2008

῾Η ῾Αγία Θωμαῒς ἡ Μάρτυς τῆς Σωφροσύνης

(14η ᾿Απριλίου)

ΚΑΠΟΤΕ ὁ ᾿Αββᾶς Δανιὴλ πῆγε μὲ τὸ μαθητή του στὴν ᾿Αλεξάνδρεια κι ἐνῶ βρισκόταν ἐκεῖ συνέβη τὸ ἑξῆς γεγονός.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχὸς τοῦ Δεκάτου ᾿Ογδόου τῆς ᾿Αλεξάνδρειας εἶχε γιό, ποὺ πῆρε γιὰ γυναίκα μία κόρη δεκαοχτὼ χρόνων. ῎Εμεινε λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸ γιό του, ὁ ὁποῖος ἦτανψαράς.
῾Ο ἐχθρὸς ὅμως τῶν Χριστιανῶν καὶ τῶν ψυχῶν μας, ὁ διάβολος,
διέγειρε σαρκικὸ πόλεμο στὸ γέροντα γιὰ τὴ νύφη του καὶ ζητοῦσε
εὐκαιρία νὰ κοιμηθεῖ μαζί της καὶ δὲν ἔβρισκε. ῎Αρχισε λοιπὸν νὰ τὴ φιλάει συχνά, καὶ ἡ κόρη τὸν ἀνεχόταν σὰν πατέρα.
Μία ἡμέρα ἦρθαν ψαράδες, πρὶν ἀκόμα ξημερώσει, καὶ φωνάζουν τὸ νέο γιὰ νὰ πᾶνε στὸ ψάρεμα.῞Οταν ἔφυγε ὁ νέος, ὁ πατέρας ἐπιτέθηκε στὴ νύφη του.Τοῦ λέει τότε ἡ κόρη: «Τί εἶναι τοῦτο πατέρα; Πήγαινε καὶ κάνε τὸσταυρό σου, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἔργο διαβολικό».Αὐτὸς ὅμως δὲ δεχόταν νὰ φύγει. Πάλεψε γιὰ πολύ, μὰ ἡ κόρη δὲν τὸν δεχόταν. Πάνω ἀπὸ τὸ κρεββάτι κρεμόταν τὸ σπαθὶ τοῦ γιοῦ του· θέλοντας λοιπὸν νὰ τὴ φοβίσει, βγάζει τὸ σπαθὶ ἐναντίον της καὶ λέει:
«῎Αν δὲ μὲ ὑπακούσεις, θὰ σὲ χτυπήσω μὲ αὐτὸ τὸ σπαθί ».Αὐτὴ τοῦ ἀπάντησε: «Καὶ κομμάτι-κομμάτι νὰ γίνω, αὐτὸ τὸ παράνομο πράγμα δὲν τὸ κάνω ποτέ».
᾿Οργίστηκε λοιπόν, καὶ μὲ μανία χτυπᾶ ξαφνικὰ μὲ τὸ σπαθί, κατακυριευμένος ἀπὸ τὸ διάβολο, καὶ πετυχαίνει τὴν κόρη στὴ μέση,κόβοντάς την στὰ δύο.
Καὶ ἀμέσως τὸν τύφλωσε ὁ Θεὸς καὶ γύριζε ψάχ νοντας τὴ θύρα χωρὶς νὰ τὴ βρίσκει.῞Οταν ξημέρωνε, ἔρχονται ἄλλοι ψαράδες ζητώντας τὸ νέο.Τοῦ φώναξαν καὶ ἀπάντησε ὁ πατέρας του: «Πῆγε νὰ ψαρέψει· ὅμως ποῦ εἶναι ἡ θύρα, γιατὶ δὲ βλέπω».Τοῦ λένε: «᾿Εδῶ εἶναι».᾿Αφοῦ ἄνοιξαν καὶ μπῆκαν, βλέπουν τὸ ἔγκλημα ποὺ ἔγινε. Τοὺς λέει τότε: «Συλλάβετέ με καὶ παραδῶστε με, γιατὶ ἔκανα φόνο».Τὸν συνέλαβαν λοιπὸν καὶ τὸν παρέδωσαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. ῾Ο ἄρχοντας ἔκανε ἀνακρίσεις, ἔμαθε ἀπὸ αὐτὸν ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν θανάτωσε μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια.
* * *
ΥΣΤΕΡΑ ἀπὸ αὐτά, ὁ ᾿Αββᾶς Δανιὴλ λέει στὸ μαθητή του: «Πᾶμε
νὰ δοῦμε τὸ λείψανο τῆς κόρης».
῞Οταν ἔφτασαν στὸ Δέκατο ῎Ογδοο τῆς ᾿Αλεξάνδρειας, οἱ Πατέ-
ρες καὶ οἱ Μοναχοὶ τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ ᾿Αβ-
βᾶς Δανιὴλ καὶ πῆγαν νὰ τὸν συναντήσουν.Καὶ τοὺς λέει ὁ Γέροντας: «Κάνετε εὐχή, Πατέρες. Τὸ λείψανο τῆςκόρης δὲν πρόκειται νὰ ταφεῖ παρὰ μόνο μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες».Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς γόγγυζαν ἐπειδὴ εἶπε νὰ θαφτεῖ μαζὶ μὲ
τοὺς Πατέρες γυναίκα, καὶ μάλιστα σκοτωμένη.Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς λέει: «Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶναι ᾿Αμμᾶ (ἀντίστοιχο τοῦ ᾿Αββᾶ) δική μου καὶ δική σας, γιατὶ πέθανε γιὰ χάρη τῆς σωφροσύνης».
Τότε λοιπὸν ἔπαψαν νὰ ἀντιλέγουν στὸ Γέροντα καὶ τὴν ἔθαψαν
μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες.Καὶ ὁ Γέροντας ἀφοῦ ἀσπάστηκε τοὺς Πατέρες, ἐπέστρεψε μαζὶ μὲ τὸ μαθητή του στὴ Σκήτη.
῾Ο Μοναχὸς ποὺ εἶχε πειρασμὸ
ΚΑΠΟΙ Α ἡμέρα ἕνας ἀδελφὸς τῆς Σκήτεως πολεμήθηκε ἀπὸ τὸ
δαίμονα τῆς πορνείας, κι ἐπειδὴ ἡ ἐνόχληση ἦταν σφοδρή, πῆγε καὶ
τὸ εἶπε στὸν ἀββᾶ Δανιήλ.Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πήγαινε στὸ Δέκατο ῎Ογδοο τῆς ᾿Αλεξάνδρειας καὶ μεῖνε πάνω στὸ κοιμητήριο τῶν Πατέρων καὶ πές· ὁ Θεὸς τῆς Θωμαΐδος βοήθησέ με καὶ ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὸν πειρα-
σμὸ τῆς πορνείας. Καὶ ἐλπίζω στὸ Θεὸ ὅτι θ᾿ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸν
πειρασμό».
῾Ο ἀδελφός, λοιπόν, παίρνοντας τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντα, πῆγε στὸ Δέκατο ῎Ογδοο κι ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε.Επέστρεψε στὴ Σκήτη μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες καὶ πέφτει στὰπόδια τοῦ Γέροντα λέγοντας: «Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς εὐχές σου, δέσποτα, ἐλευθερώθηκα ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς πορνείας».Τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Πῶς ἐλευθερώθηκες; ».
Λέει ὁ ἀδελφός: «῎Εκανα μόνο δώδεκα μετάνοιες καὶ ξάπλωσα πάνω στὸ κοιμητήριο καὶ κοιμήθηκα. ῎Ερχεται λοιπὸν μιὰ κόρη καὶμοῦ λέει· ᾿Αββᾶ, ᾿Αββᾶ, πᾶρε αὐτὴ τὴν εὐλογία καὶ πήγαινε στὸ κελλί σου. Καὶ μόλις πῆρα τὴν εὐλογία, ἀμέσως ἀνακουφίστηκα ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ κατάλαβα ὅτι ἐλευθερθηκα. Τί ἦταν ὅμως αὐτὴ ἡ εὐλογία, δὲ γνωρίζω».
Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας: «Τέτοια λοιπὸν παρρησία ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ ἔχουν ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωφροσύνη».
_
(*) ᾿Απὸ τὸ βιβλίο: «῾Ο ἀββᾶς Δανιὴλ τῆς Σκήτεως», σελ. 29-33, ἔκδοσις «Τὸ Περιβόλι
τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1988. ᾿Επιμέλ. ἡμετ.

Ὁσία Ξένια ἐν Πετρουπόλει, ἡ διὰ Χριστὸν σαλή

Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας (Σβέτα Ξένια Πετρμπούργκσκα) ἑορτάζεται στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἴδια -σύμφωνα μὲ ἀρχαία παράδοση- ἡμέρα ποὺ τιμᾶται καὶ ἡ συνονόματή της Ὁσία Ξένη ἡ Ῥωμαία.


--------------------------------------------------------------------------------

Αὐτὸν τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου μας («Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν») μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδώσουμε πλήρως στὴν εὐλογημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια, τὴν κατὰ Χριστὸν σαλή. Ἀνῆκε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι «πτωχοὶ τῷ πνεύματι» καὶ τὰ σαράντα πέντε χρόνια τῆς ἀσκητικῆς της ζωῆς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μία καθίδρυση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στὴν καρδιά της. «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένιας Γκρηγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτου, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς».

Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένιας, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο. Καμμιὰ λαϊκὴ διήγηση, καμμιὰ ἀνάμνηση ἀνθρώπων, οὔτε γραπτὲς πηγὲς δὲν μᾶς προμηθεύουν πληροφορίες σχετικὰ μὲ τοὺς γονεῖς της, τὴν ἀνατροφή της, τὴν παιδεία της ἣ ἄλλη κοινωνικὴ δραστηριότητα. Ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ξένια Γκρηγκόριεβνα δὲν ἦταν ἀπὸ χαμηλὴ οἰκογένεια. Ὁ σύζυγός της Ἀνδρέας Φεοντόροβιτς εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δυὸ στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἔκαναν τὸ γάμο τους, καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν «καλὴ τύχη» καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένια, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ᾿ αὐτή τους τὴ χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένια Γκρηγκόριεβνα. Τόσο πολὺ καταβλήθηκε αὐτὴ ἀπὸ θλίψη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ὥστε στοὺς πολλοὺς φαινόταν ὅτι ἔχασε τὰ λογικά της. Ἔτσι νόμισαν οἱ συγγενεῖς της, οἱ φίλοι της καὶ οἱ γνωστοί της.

Πραγματικὰ ἡ συμπεριφορὰ τῆς Ξένιας μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν πολὺ περίεργη. Κατὰ πρώτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνῃ ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζῃ τὸν ἑαυτό της Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα, ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζῃ τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκεύα Ἀντόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνῃ ὅ,τι ἤθελε τὴν περιουσία της.

Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένια Γκρηγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα τῆς μιὰ πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένια Γκρηγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν πιὸ δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς «κατὰ Χριστὸν σαλή».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζῇς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνης, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνῃς καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζῇς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζῇς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστῇς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή. Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος.»(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς) .

Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ «χτύπημα» ποὺ «χτύπησε» τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Ἡ μακαρία Ξένια, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα ἔζησε τώρα μιὰ φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποὺ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατὶ εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποὺ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνῃ τὰ γόνατά της σ᾿ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωΐ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν τῆς ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.

Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν- μιὰ κόκκινη φούστα καὶ μία πράσινη ζακέτα. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ λαοῦ τῆς πρόσφερε πολλὰ ἀπ᾿ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους του Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένια.

Ὅλοι ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Πολλοὶ τὴν λυποῦνταν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο.

Ὅταν κτιζόταν μία Ἐκκλησία στὸ νεκροταφεῖο Σμόλενκ, τὴ νύχτα ἡ μακαρία Ξένια ἔσερνε λίθους μὲ τὰ ἀδύνατα χέρια της ὡς τὴν κορυφὴ τῶν τοίχων τοῦ οἰκοδομήματος. Μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἔγραφε τὸ ὄνομά της γιὰ πάντα στὸ βιβλίο τῶν μνημοσύνων μὲ τὴν δέηση «ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀειμνήστων κτητόρων τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου». Οἱ κτίστες παραξενεύονταν βλέποντας τοὺς λίθους στὴν κορυφή. «Από ποῦ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ σωροὶ τῶν λίθων κάθε πρωΐ;» ἔλεγαν. Ἀλλὰ κατάλαβαν ἔπειτα ὅτι βοηθός τους ἦταν ἡ μακαρία Ξένια.

Αὐτὰ ποὺ γράψαμε μέχρι τώρα γι᾿ αὐτοὺς τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς μακαρίας Ξένιας τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ συναξάριο τοῦ λαοῦ. Πόσα ὅμως ἄλλα ἄγνωστα γιὰ μᾶς θὰ ὑπάρχουν γι᾿ αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ὁσία, ποὺ εἶναι ὅμως γνωστὰ μόνο στὸ Θεό;

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. Η´ 34). Μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπομονὴ καὶ χαρὰ ἡ μακαρία Ξένια σήκωσε μὲ προθυμία καὶ αὐταπάρνηση τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς πενίας καὶ ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸ δικό της συμφέρον ἔκλεισε στὴν καρδιά της ὅλους τοὺς «γείτονές» της μὲ τὶς δυστυχίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς φροντίδες καὶ τὶς λύπες τους. «Γείτονές» της, εἰκονικῶς ὁμιλοῦντες, ἦταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἁγίας Πετρούπολης.

Ἡ μακαρία Ξένια, ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα. Θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα». Καὶ ὅταν ἀνέβαινε σὲ κάποιο ἀμάξι, τὸ εἰσόδημα τοῦ ὀχήματος αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένια προτιμοῦσε νὰ ἐπιβαίνει σὲ ἀμάξια ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν θώπευε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρη κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπῆ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλά.

Ἡ μακαρία Ξένια ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: «Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένια περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ φτιάξῃ τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένια προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

* * *

Ὁ ἀγώνας τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν δύσκολος. Οἱ ἅγιοι μοναστικοὶ πατέρες καὶ ἀσκητὲς ἔφυγαν ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου στὴν ἔρημο καὶ στὰ δάση καὶ ἔλαβαν τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων τους στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητάς τους στὴ γῆ. Ὅμως οἱ μακάριοι διὰ Χριστὸν σαλοὶ δὲν ἄφησαν τὸν κόσμο καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς σαλότητας ἔκρυβαν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὴ θέλοντες νὰ παρουσιάσουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς δικαίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὡς τρελλούς.

Ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια εἶδε καθαρὰ τὴν δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ γιὰ νὰ προετοιμάσῃ πνευματικῶς τὴν ψυχή της, ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια ἀφιερώσεώς της. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένια γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση ἐδαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς, προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.

Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἣ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξανάφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ἦρθε τέλος ἡ στιγμὴ ποὺ ἔληξαν οἱ ἀγῶνες της. Ἡ μακαρία Ξένια ἐγκατέλειψε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ εἰσῆλθε στὸν αἰώνιο. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβὴς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώσῃ τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ἀμέσως μετὰ τὴν κηδεία της οἱ θαυμαστὲς ἄρχισαν νὰ παίρνουν χοῦφτες χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της. Ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν αὔξανε κάθε μέρα. Ὁ σωρὸς τοῦ χώματος στὸν τάφο της συνέχεια ἐλαττωνόταν. Τελικὰ τοποθετήθηκε στὸν τάφο της μιὰ πέτρινη πλάκα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἔσπαζαν κομμάτια καὶ τὴν ἀφαιροῦσαν. Τελικὰ τοποθετήθηκε πάνω στὸν τάφο της μιὰ πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν στοὺς τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωΐ.

Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι᾿ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.

Καὶ ἡ μακαρία Ξένια τοὺς βοηθοῦσε ὅλους.

Πηγή: Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ὀρθόδοξη Ζωή», Μάρτιος 1981

Ταϊσία Σαλόπιβα

῾Η ῾Οσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Λεουσένι
(1840 - 1915)

Σύντομος Βίος

Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ταϊσία, κατὰ κόσμον Μαρία Σαλόπιβα, κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεγάλου Ρώσου ποιητοῦ ᾿Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837).
Γεννήθηκε τὸ 1840 στὴν ᾿Επαρχία Νόβγκοροντ καὶ ἐσπούδασε στὸ ᾿ΙνστιτοῦτοΠαυλόβσκυ τῆς Πετρουπόλεως, μία Σχολὴ γιὰ κορίτσια ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς.Τὸ ἔτος 1862, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀποφοίτησί της, ἄρχισε τὴν μοναστική τηςζωὴ στὴν πόλι Τιχβὶν τῆς ᾿Επαρχίας Νόβγκοροντ, στὴν γυναικεία Μονὴ τῶνΕἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γνωστό, ὅτι στὴν ἀντίστοιχη ἀνδρι- κὴ Μονὴ τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο καὶ «Μεγάλο Μοναστήρι», ἐφυλάσσετο καὶ ἡ περίφημη θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, τῆς ὁποίας ἡ Σύναξις τελεῖται τὴν 26η ᾿Ιουνίου.
Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς δοκιμασία της στὴν Μονὴ ρασοφορέθηκε καὶ τὸ 1870 ἔλαβε τὸ Μικρὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε ᾿Αρκαδία. Τὸ 1872 μετώκησε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φοβερᾶς Προστασίας στὸ Σβέριν καὶ τὸ 1878 στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὸ Σβάνσκυ τῆς ᾿Επισκοπῆς Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ τὸν ἑπόμενο χρόνο, λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ταϊσία.
Τἣν 19.3.1881 διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ᾿Ισίδωρο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νεοπαγοῦς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λεουσένι τῆς περιοχῆς Μποροβιτσί. Η ᾿Αδελφότητα ἐκείνη ἀντιμετώπιζε τότε πολλὰ καὶ δύσκολα προβλήματα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν καθοδήγησι τῆς Γεροντίσσης Ταϊσίας, ἡ πρώην ἄγνωστη καὶ πτωχὴ μοναστικὴ Κοινότης τοῦ Λεουσένι ἀνωρθώθηκε καὶ τὸ 1885 ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐνσυνεχείᾳ ἀνεδείχθη σὲ ἕνα Μοναστήρι πρώτης τάξεως, διάσημο γιὰ τὴν μοναχική του πειθαρχία καὶ τὴν παραδειγματική του ὀργάνωσι.
Στὴν Μονὴ Λεουσένι, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ σπουδαῖο κέντρο ἐκκλησιαστικῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ καὶ μορφώσεως, ἀφοῦ περιελάμβανε καὶ Σχολεῖα, ἡ Μητέρα Ταϊσία παρέμεινε ὡς ῾Ηγουμένη μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς της, 2ας ᾿Ιανουαρίου 1915, ἡμέρα κοιμήσεως καὶ τοῦ ῾Αγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.
Τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἐτάφη στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φράγματος τοῦ ποταμοῦ Βόλγα· ἔτσι, τὸ εὐλογημένο Λείψανο τῆς Μητέρας Ταϊσίας εὑρίσκεται σήμερα στὸν βυθό αὐτῆς τῆς τεχνιτῆς λίμνης.
* * *
῾Η χαρισματικὴ ῾Ηγουμένη Ταϊσία ἦταν πνευματικὴ θυγατέρα πρῶτα τοῦ
῾Οσιωτάτου ᾿Αρχιμανδρίτου Λαυρεντίου τῆς Μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ Βαλντάϊ (1808-1876, + 2 ᾿Ιουλίου) καὶ ἀργότερα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης (+20.12.1908), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωστῆρος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν ὁποῖο συχνὰσυνώδευε στὰ ταξίδια καὶ προσκυνή-ματά του γιὰ νὰ ἱδρύη μὲ τὴν εὐλογίατου μοναστηριακὰ Μετόχια.
῾Υπῆρξε μία ἀπὸ τὶς περιφημότερες Μοναχές, γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωσι καὶ τὰ σπάνια διοικητικά της χαρίσματα.
῞Ιδρυσε γιὰ τὰ ὀρφανὰ τῶν Κληρικῶν ἕνα μοναστηριακὸ Σχολεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ἀναβαθμίσθηκε σὲ ᾿Εκκλησιαστικὸ Κολλέγιο Θηλέων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Μοναστήρι τοῦ Λεουσένι νὰ καταστῆ φυτώριο πνευματικῆς μορφώσεως καὶ διαφωτισμοῦ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριακονταετοῦς ἡγουμενείας της εἶχε τόσοἐνεργὸ καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴν ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι πολλῶν νέων γυναικείων Μονῶν στὴν Βόρεια Ρωσία, ὥστε δὲν ὑπῆρξε κυριο λεκτικὰ οὔτε ἕνα νεοϊδρυμένο Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὠργανώθηκε μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς ῾Ηγουμένης Ταϊσίας.
Γιὰ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Λεουσένι ἔκτισε τρία μεγάλα Μετόχια: στὸ Τσερεπόβιτς, στὴν Πετρούπολι καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης, στὸν ποταμὸ Σοῦρα τοῦΑρχαγγέλου.
῞Ιδρυσε ἐπίσης καὶ ἐστερέωσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Βοροντσὼφ στὴν᾿Επισκοπὴ τοῦ Πσκώφ, καθὼς καὶ τὸ Μετόχι της στὴν Πετρούπολι.᾿Επίσης, μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης, ἦταν μία ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ νησὶ Καρπόβκα τῆς Πετρουπόλεως, ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ θαυματόβρυτος τάφος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης.
῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (τὸ 1889), καθὼς καὶ ὁ
Τσάρος τῆς Ρωσίας (τὸ 1892), τῆς ἀπένειμαν τὸν ἐπιστήθιο Σταυρὸ
καὶ τὸν χρυσὸ ἀδαμαντοκόλλητο Σταυρὸ ἀντιστοίχως, γιὰ τὴν μεγάλη
της προσφορὰ στὸν Μοναχισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν Ρωσικὴ ᾿Εκκλη-
σία γενικώτερα.
Κατὰ τὰ ἔτη 1910, 1911 καὶ 1913 ἔλαβε διάφορα δῶρα προσωπικὰ
ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νικόλαο Βʹ καὶ τὴν Αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα,
τοὺς μετέπειτα Βασιλομάρτυρας (+4/17. 6. 1918).
* * *
῾Η Μητέρα Ταϊσία ὑπῆρξε ἐπίσης ἄριστη παιδαγωγὸς καὶ ταλαντοῦχος συγγραφεύς.
Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα της εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Κανὼν εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου.
2. Χαιρετισμοὶ (᾿Ακάθιστος) εἰς τὸν ῞Αγιον Συμεὼν τὸν Θεοδόχο.
3. Συνομιλίες μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης.
4. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης ὡς Ποιμένας.
5. ῾Η Γυναικεία Μοναστικὴ Κοινότητα τοῦ Σοῦρα (ποίημα).
6. Ποιήματα (τόμοι τρεῖς).
7. Αὐτοβιογραφία.
8. ῾Η ζωὴ τῆς διὰ Χριστὸν Σαλῆς Γερόντισσας Εὐδοκίας Ροντιόνοβα.
9. Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχὴ
(Αʹ- ΙΔʹ).
10. Λόγος κατὰ τὴν ρασοφορία Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς τοῦ Σοῦρα
στὸν ᾿Αρχάγγελο.
• Στὰ ἑλληνικά, ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, νὰ κυκλοφοροῦν
σὲ δύο τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος» στὴν Θεσσαλονίκη,
τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 3 καὶ 7 μαζὶ (πραγματικὸ ἐντρύφημα!), καθὼς καὶ μερικὰ
Ποιήματα, ὑπ᾿ ἀριθ. 6 (1992)· ἐπίσης, τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 καὶ 10 μαζὶ
(1993).


...Διδασκαλία περί προσευχής.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»1.«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲςπροσβολὲς στὴν ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο.Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματατῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸςτὸν Κύριο».Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοιἔχουν τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα2.
* * *
῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.
῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη
της στὸ Κελλί. Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προ-
χωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε
φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερ-
χόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς
της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ
νὰ φύγω.
Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν.
᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.
Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη
καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα,
ἴσως καὶ παραπάνω.
…῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ
σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνή-
ματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της.
Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση
κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω,
μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας
πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.
«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.
᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε:
«Μήπωςβρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».
᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.
Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα
στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθ-
υστέρησή μου. ῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρ- φωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτηταἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦτανφανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση
μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.
Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆςἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶςβρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶμὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη,παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.
Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ
εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿...» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της.
Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς
μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος
μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά
σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».
῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.
῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».
* * *
Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ3 σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς Δόκιμες.
Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὴν μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴνκαρδιά μου, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. ῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ
στὸ σῶμα καὶ νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσω, γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση, γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.
Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ. Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿ ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.
῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦτανκατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ νερό.Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές, παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας ἐπισκέψεώς μου».
* * *
Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸτὸ ὕψος;Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι.Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».
Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.

Περί τῆς Ὁσίας ΤΑΪΣΙΑΣ τῆς πρότερον πόρνης

Ἐκ τοῦ ρύπου σμηχθεῖσα τῆς ἀσωτίας
φαιδρά πρόσεισι τῷ Θεῷ Ταϊσία.

μακαριωτάτη Ταϊσία ἦτο καλή εἰς τήν ὄψιν, χαριεστάτη καί πολύ ὡραία, ὅτε δέ ἦτο δέκα ἑπτά περίπου χρόνων, λαβοῦσα ταύτην ἡ μήτηρ της, ἡ ὁποία ἀπό μικράν τήν ἐξώθει εἰς τό κακόν, τήν ὡδήγησεν εἰς τόν τόπον τῆς ἀπωλείας, ἤτοι εἰς τόπον πορνείας. Ἐπειδή δέ ἦτο ὡραία, διέδραμε πανταχοῦ ἡ φήμη τοῦ κάλλους τοῦ προσώπου της, ὡς φλόγα δέ κατέκαιεν ἡ μανία τῆς ἀγάπης της τάς καρδίας τῶν ἐραστῶν της. Πλεῖστοι δέ ἄλλοι ἀκούοντες τά περί τοῦ κάλλους της, ἐπώλουν πάντα τά ὑπάρχοντά των, προκειμένου νά ἀπολαύσουν τῆς ἀγάπης της.

Ἀκούσας ὁ ἀββᾶς Σεραπίων περί αὐτῆς, προσηυχήθη πρός τόν Θεόν ὑπέρ αὐτῆς λέγων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ θέλων πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, οὕτω καί νῦν ἐμφύτευσον τόν φόβον σου εἰς τήν καρδίαν αὐτῆς, διά νά ἐπιστρέψῃ, μετανοήσῃ καί σωθῇ». Μετά ταῦτα ἐφόρεσε ροῦχα κοσμικά, ἔλαβε μεθ᾽ ἑαυτοῦ ἕν νόμισμα καί ἀπῆλθε πρός αὐτήν, ὡς δῆθεν στρατιώτης. Ἐλθών δέ εἰς τόν τόπον εἰς τόν ὁποῖον διέμενεν, ἔδωκεν εἰς αὐτήν τό νόμισμα, τό ὁποῖον λαβοῦσα μετά χαρᾶς ἡ Ταϊσία εἶπε πρός αὐτόν: «Ἄς εἰσέλθωμεν εἰς τόν κοιτῶνα μου». Λέγει δέ καί ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων· «ἄς εἰσέλθωμεν». Εἰσελθών δέ ὁ ὅσιος βλέπει κλίνην ἐστρωμένην ὑψηλοτάτην, ἀνελθοῦσα δέ ἡ κόρη εἰς τήν κλίνην ἐκάλει καί τόν γέροντα νά ἀνέλθῃ εἰς αὐτήν. Ὁ δέ Γέρων εἶπεν εἰς αὐτήν· «δέν ὑπάρχει ἕτερον κελλίον ἐνταῦθα;» Λέγει του ἡ κόρη· «ὑπάρχει». Λέγει πρός αὐτήν ὁ Γέρων «Ἄς ὑπάγωμεν νά καθίσωμεν ὀλίγον ἐκεῖ». Λέγει ἡ Ταϊσία: «Ἐφ᾽ ὅσον οὐδείς ἄνθρωπος βλέπει ἡμᾶς εἰς τόν τόπον τοῦτον, καλόν εἶναι νά συνομιλήσωμεν καί νά ποιήσωμεν ἐδῶ τήν ἐπιθυμίαν μας, διότι ὅπου καί ἄν ἀπέλθωμεν βλέπει ἡμᾶς ὁ Θεός».

Ἀκούσας ὁ Γέρων τό λόγον τοῦτον εἶπε πρός αὐτήν: «Γνωρίζεις ὅτι ὑπάρχει Θεός καί κρίσις καί ἀνταπόδοσις καί Βασιλεία καί Κόλασις»; Λέγει ἐκείνη· «Ναί, γνωρίζω». Τῆς ἀπεκρίθη ὁ Γέρων: «Ἐφ᾽ ὅσον λοιπόν γνωρίζεις, διατί καταστρέφεις τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων»; Ταῦτα καί ἄλλα πολλά εὑρών τήν εὐκαιρίαν νά τῆς ἀναπτύξῃ ὁ Γέρων, τῆς ἔδειξεν ὕστερον καί τό μοναχικόν Σχῆμα, τό ὁποῖον ἐφόρει ἐσωτερικῶς, ἀποκαλύψας εἰς αὐτήν καί τήν αἰτίαν διά τήν ὁποίαν ἦλθεν εἰς τό κελλί της.

Τότε ἡ Ταϊσία ρίψασα ἑαυτήν εἰς τούς πόδας τοῦ Γέροντος ἔλεγε μετά δακρύων: «Γνωρίζεις, τίμιε πάτερ, ἐάν ὑπάρχῃ μετάνοια καί διά τούς ἁμαρτήσαντας; δέχεται καί ἐμέ ὁ Θεός ἐάν μετανοήσω;» Λέγει ὁ Γέρων: «Εὔσπλαχνος εἶναι ὁ Θεός καί πολύ μακρόθυμος δεχόμενος πάντας τούς μετανοοῦντας μετά χαρᾶς, διό καί πολλή χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ "ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι"». Ἡ δέ λέγει πρός αὐτόν: «Ἀνάμεινόν με, πάτερ, τρεῖς μόνον ὥρας, ἔπειτα δέ πρᾶξον εἰς ἐμέ ὅ,τι καί ἄν βούλεσαι ὑπέρ τῶν κακῶν τά ὁποῖα ἔπραξα· διότι γνωρίζω ὅτι ἀπό Θεοῦ ἀπεστάλης εἰς ἐμέ». Ὁ δέ ὅσιος ὑποδείξας εἰς αὐτήν τό ποῦ θά τόν εὕρῃ ἀνεχώρησεν ἐκ τοῦ κελλίου της. Ἡ δέ μακαρία, παραλαβοῦσα ὅσα εἶχεν ἀποκτήσει ἐκ τῆς πορνείας, ἔκαυσε ταῦτα εἰς τό μέσον τῆς πόλεως λέγουσα· «Ἐλᾶτε πάντες οἱ μετ᾽ ἐμοῦ πορνεύσαντες καί ἴδετε κατά τήν ὥραν ταύτην πῶς κατέκαυσα πάντα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐκ τῆς πορνείας ἀπέκτησα». Ἦσαν δέ τά καυθέντα ὑπό τῆς ἁγίας ἀξίας ἑξακοσίων λίτρων χρυσίου, ἐκτός τοῦ ἱματισμοῦ καί τῶν στολῶν.

Ἀφοῦ ἐποίησε ταῦτα ἡ ἁγία ἀπῆλθε πρός τόν Γέροντα. Παραλαβών δέ αὐτήν ὁ γέρων τήν εἰσήγαγεν εἰς φροντιστήριον παρθένων (Μοναστήριον) καί ἐνέκλεισεν αὐτήν εἰς ἕν κελλίον, ἐσφράγισε δέ τήν θύραν διά σφραγῖδος μολυβδίνης, ἀφήσας μόνον μικράν θυρίδα, διά τῆς ὁποίας θά ἐλάμβανεν ἡ Τασία τά πρός συντήρησιν. Παρήγγειλε δέ ὁ Γέρων εἰς τήν ἡγουμένην τοῦ Μοναστηρίου νά παρέχῃ εἰς αὐτήν ἀνά δύο ἡμέρας ἄρτον ξηρόν ὀλίγον καί ὀλιγοστόν ὕδωρ. Εἶπε δέ πρός τόν Γέροντα ἡ μακαρία ἀπό τῆς θυρίδος: «Προσεύχου, τίμιε πάτερ, εἰς τόν Θεόν διά νά συγχωρήσῃ ὁ Θεός τάς πολλάς μου ἁμαρτίας». Λέγει δέ πρός αὐτήν ὁ γέρων: «Ἔχε πρός τόν Θεόν συνεχῶς τήν διάνοιάν σου λέγουσα ἀεί τόν λόγον τοῦτον: "Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ πλάσας με, ἐλέησόν με, κατά τό μέγα σου ἔλεος».

Παρέμεινε λοιπόν ἡ μακαρία Ταϊσία εἰς τό κελλίον ἐκεῖνο ἔτη τρία πράττουσα πάντα τά ἀνωτέρω μετά πάσης κατανύξεως καί προθυμίας. Βλέπων δέ ὁ ἀββᾶς Σεραπίων τήν μετάνοιάν της, τήν εὐσπλαγχνίσθη καί ἐπῆγεν εἰς τόν Μ. Ἀντώνιον νά τόν ἐρωτήσῃ, ἐάν ἐδέχθη ὁ Θεός τήν ἐπιστροφήν της. Ἀφοῦ λοιπόν διηγήθη εἰς τόν Μ. Ἀντώνιον ὅλον τόν βίον της καί τήν μετάνοιάν της, τότε ὁ μέγας πατήρ ἐκάλεσε τούς μαθητάς του καί τούς εἶπε: «Κλείσατε ἑαυτούς εἰς τά κελλιά σας ὅλην τήν νύκτα προσευχόμενοι θερμῶς διά τό ζήτημα τοῦ ἀββᾶ Σεραπίωνος, διά νά ἴδωμεν τί θά μᾶς ἀποκαλύψῃ ὁ Θεός». Ἐποίησαν δέ ἕκαστος ἐξ αὐτῶν καθώς προσετάχθησαν. Πολλῆς δέ ὥρας παρελθούσης τῆς νυκτός, προσέχει ὁ ἀββᾶς Παῦλος, ὁ μεγαλύτερος τῶν μαθητῶν τοῦ Μ. Ἀντωνίου, καί βλέπει εἰς τόν οὐρανόν κλίνην ἐστρωμένην ἐν μεγάλῃ δόξῃ καί μεγαλοπρεπείᾳ, καί τρεῖς παρθένους κρατούσας λαμπάδας ἔμπροσθεν τῆς κλίνης, στέφανος δέ ἀμάραντος εὑρίσκετο ἐπ᾽ αὐτῆς. Ἐσκέφθη τότε ὁ ἀββᾶς Παῦλος ὅτι αὐτή ἡ κλίνη καί ὁ στέφανος ἀσφαλῶς θά ἀνήκουν εἰς τόν Γέροντά του, τόν Μ. Ἀντώνιον. Ταῦτα αὐτοῦ διαλογιζομένου ἦλθε φωνή πρός αὐτόν λέγουσα· «Δέν εἶναι, Παῦλε, τοῦ πατρός σου Ἀντωνίου, ἀλλά τῆς Ταϊσίας τῆς πάλαι πόρνης». Πρωΐας δέ γενομένης διηγήθη εἰς τούς πατέρας τήν ὀπτασίαν καί ἐπληροφορήθησαν ἅπαντες ὅτι ἐδέχθη ὁ Θεός τήν μετάνοιαν τῆς μακαρίας Ταϊσίας.

Ἐπιστρέψας ὁ ἀββᾶς Σεραπίων ἐκ τοῦ Μ. Ἀντωνίου ἐπῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τό Μοναστήριον τῆς Ταϊσίας καί διέταξεν αὐτήν νά ἐξέλθῃ πλέον τοῦ κελλίου της, διά νά συνδιάγῃ μετά τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, διότι ὁ Θεός ἐδέχθη τήν μετάνοιάν της. Ἡ δέ μακαρία τοῦ ἔλεγε: «Πίστευσόν μοι, τίμιε πάτερ, ὅτι ἀφ᾽ ἧς ὥρας ἦλθον εἰς τό κελλίον τοῦτο, ποιήσασα τάς ἁμαρτίας μου ὡς φορτίον μέγα ἔστησα αὐτό πρό τοῦ προσώπου μου· καί ὅπως ἡ πνοή μου δέν ἐσταμάτησε οὐδέ στιγμήν, οὕτω καί ἐγώ δέν ἔπαυσα καθόλου νά σκέπτομαι τά πλήθη τῶν ἀνομιῶν μου ἕως τῆς ὥρας ταύτης». Καί ὁ γέρων τῆς ἀπεκρίθη: «Τοῦτο ἐγένετο (δηλαδή ἡ συγχώρησίς της) ὄχι διά τήν ἰδικήν σου ἀξίαν, ἀλλά διά τόν ταπεινόν λογισμόν σου, εἰς τόν ὁποῖον εὐαρεστεῖται ὁ Θεός».

Οὕτως ἐξέβαλεν αὐτήν τοῦ κελλίου ὁ Γέρων διά νά παραμείνῃ μετά τήν ὑπερβάλλουσαν αὐτῆς μετάνοιαν δεκαπέντε μόνον ἡμέρας μετά τῶν ἀδελφῶν! Κατόπιν μετέστη πρός τόν Κύριον μετά δόξης καί τιμῆς μεγάλης ἀπολαβοῦσα τήν ἐπουράνιον βασιλείαν. Ταύτης καί ἡμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί ἀδελφαί, ἄς ζηλώσωμεν τήν μετάνοιαν, διότι τίς εὑρίσκεται καθαρός ἀπό ρύπου ἔστω καί μία ἡμέρα ἐάν εἶναι ὁ βίος του ἐπί τῆς γῆς; ὥστε νά ἀξιωθῶμεν τῆς ἐπουρανίου μακαριότητος εὐφραινόμενοι μετά πάντων τῶν ἁγίων εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.

Αγία Ματρώνα της Μόσχας:

Νουθεσίες γενικού χαρακτήρα.

Δίδασκε να μην κατακρίνει κανείς τον πλησίον του. ʽʽ Γιατί να κατακρίνουμε τους άλλους;ʼʼ- έλεγε. ʽʽΝα σκέφτεσαι πιο πολύ τον εαυτό σου. κάθε προβατάκι θα κρεμασθεί απʼ τη δικιά του ουρίτσα. Με τις ξένες ουρίτσες τι δουλειά έχεις;ʼʼ. Έλεγε να εμπιστεύεται κανείς στο θέλημα του Θεού. Να ζεί με προσευχή . Νουθετούσε να υπομένει κανείς τις θλίψεις. Να κάνει συχνά το σταυρό του, να σφραγίζει επίσης με τον Τίμιο Σταυρό και τα πράγματα γύρω του. Συνιστούσε συχνή Μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων . Έλεγε: ʽʽΝα θωρακίζεται κανείς με τον Τίμιο Σταυρό , με προσευχή , με Αγιασμό, με συχνή Θεία Μετάληψη…Να έχετε μπροστά στις εικόνες αναμμένα κανδήλιαʼʼ.

Επίσης δίδασκε να αγαπάει κανείς τους γέρους και ασθενείς. ʽʽΆμα άνθρωποι γεροί , άρρωστοι ή εκείνοι που χάσανε τα μυαλά τους σας λένε κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό, μην τους ακούτε, αλλά απλώς να τους βοηθάτε. Με όλη την επιμέλεια πρέπει να βοηθά κανείς τους αρρώστους και να τους συγχωράει ό,τι και να του πούν , ό, τι και να κάνουνʼʼ.

Η Ματρώνα έλεγε να μη δίνει κανείς σημασία στα όνειρα: ʽʽ Μην τα προσέχεις, γίνονται και απʼ τον πειρασμό, για να στενοχωρήσουν τον άνθρωπο, να τον μπερδέψουν με λογισμούςʼʼ.

Έλεγε να μη τρέχει συνέχεια κανείς σε διάφορους πνευματικούς, γυρεύοντας Στάρετς και διορατικούς. ʽʽΌταν τρέχει κανείς σε πολλούς πατέρες, μπορεί να χάσει την πνευματική οδό και τη σωστή κατεύθυνση στη ζωήʼʼ. ʽʽ Ο κόσμος, -έλεγε πάλι- , ʽʽεν τω πονηρώ και εν τη πλάνη κείταιʼʼ. ʽʽΕάν πάτε σʼ ένα γέροντα ή ιερέα να συμβουλευθείτε, να προσεύχεστε να τον φωτίσει ο Θεός να σας δώσει σωστή συμβουλήʼʼ. Έλεγε να μην ενδιαφέρεται κανείς για την προσωπική ζωή των ιερέων. Σʼ αυτούς, που επιθυμούν τη χριστιανική τελειότητα συνιστούσε να μη διακρίνονται από τους άλλου με την εξωτερική τους εμφάνιση, όπως λ.χ. με μαύρα ρούχα κλπ. ʽʽ Όταν είσαι στην Εκκλησία , μην κοιτάς κανένα. Να προσεύχεσαι με κλειστά μάτια ή να κοιτάς σε κάποια εικόναʼʼ.

Έλεγε ότι το να βάφονται οι γυναίκες και γενικώς να χρησιμοποιούν διάφορα φταισίδια είναι μεγάλη αμαρτία, επειδή ο άνθρωπος χαλάει και καταστρέφει την ανθρώπινη μορφή, αποκτάει αυτό που δεν του είχε δώσει ο Θεός, διαστρέφει τη φυσική ομορφιά και όλα αυτά οδηγούν στη διαφθορά.

Στις πιστές κοπέλες η Ματρώνα έλεγε: ʽʽ Σε σας, τις κοπέλες, ο Θεός όλα θα τα συγχωρέσει, εάν θα αφοσιωθείτε σʼ Αυτόν. Αυτή που αποφασίζει να μην παντρευτεί , πρέπει να κρατήσει την αγνότητα της μέχρι το τέλος. Γιʼ αυτό ο Θεός θα της δώσει στεφάνι.

Η Ματρώνουσκα δίδασκε: ʽʽΠλησιάσει πειρασμός; Πρέπει οπωσδήποτε να προσεύχεστε. Αδικοχαμένος γίνεται κανείς, όταν ζεί χωρίς προσευχή. Ο εχθρός κάθεται στον αριστερό μας ώμο και στο δεξιό ο Άγγελος. Έχουν και ο ένας και ο άλλος το δικό τους βιβλίο. Στο ένα γράφονται οι αμαρτίες μας, στο άλλο τα καλά μας έργαʼʼ. ʽʽΠιο συχνά,- έλεγε-, να κάνετε το σταυρό σας. Ο σταυρός είναι κλειδαριά, όπως και της πόρταςʼʼ. Συμβούλευε να μην ξεχνά κανείς να σταυρώνει το φαγητό. ʽʽ Να καταφεύγετε στη σωστική και προστατευτική δύναμη του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρούʼʼ.,-έλεγε.
Για τους τους μάγους είχε τη γνώμη∙ ʽʽ Δεν υπάρχει σωτηρία, αν δεν μετανοήσουν , γιʼ αυτούς που εκουσίως έγιναν σύμμαχοι της δυνάμεως του πονηρού , αφού ασχολήθηκαν με τα μάγια. Δεν κάνει να ζητά κανείς βοήθεια από τις μάγισσες. Μπορεί να σου θεραπεύσουν φαινομενικά κάποιο σωματικό όργανο, αλλά θα σου βλάψουν την ψυχή.
Η Μάτουσκα πολλές φορές φανέρωνε στους δικούς της ότι μάχεται με τους μάγους, με τις πονηρές δυνάμεις, ότι αοράτως τους πολεμάει. Μία φορά ήρθε ένας γέρος , ευπαρουσίαστος και σεβάσμιος, με γένια. Έπεσε μπροστά της, γονυπετής, όλα δάκρυα και της είπε: ʽ Πεθαίνει ο μοναχογιός μου. ʽʼΗ Αγία έγειρε προς αυτόν και τον ερώτησε χαμηλόφωνα: ʽʽ Και συ τι μάγια του έχεις κάνει; Για να πεθάνει ή όχι;ʼʼ ʽʽΓια να πεθάνειʼʼ,- απάντησε αυτός. ʽʽΦύγε, φύγε από ένα,- του λέγει η Μάτουσκα-, τότε γιατί ήρθες σε μένα;ʼʼ. και όταν έφυγε είπε: ʽʽΟι μάγοι γνωρίζουν το Θεό! Μακάρι κι εσείς να κάνετε τέτοια προσευχή σας εκείνους , όταν μετανοημένοι εκλιπαρούν από το Θεό συγχώρεση για το κακό που έκαναν!ʼʼ.



Η γενική απομάκρυνση από το Θεό, η μαχητική αθεΐα, η αύξηση της αποξένωσης και της έχθρας μεταξύ των ανθρώπων, η απόρριψη της πίστεως και της παραδόσεως, η αμαρτωλή και αμετανόητη ζωή προκάλεσαν σε εκατομμύρια ψυχές σοβαρές πνευματικές ζημιές.
Τις μέρες που γίνονταν μαζικές κομμουνιστικές διαδηλώσεις , η Αγία παρακαλούσε όλους να μη βγαίνουν έξω, να κλείνουν πόρτες , παράθυρα και φεγγίτες, επειδή , όπως έλεγε, τα στίφη των δαιμόνων καταλαμβάνουν όλο το χώρο. Ίσως η Μάτουσκα, που πολλές φορές μιλούσε αλληγορικά, ήθελε με αυτά τα λόγια α υπενθυμίσει την ανάγκη να έχει κανείς κλειστά τα παράθυρα της ψυχής, όπως ονομάζουν οι Πατέρες τις αισθήσεις του ανθρώπου.

Κάποτε η Ζ. Ζδάνοβα τη ρώτησε για τα χρόνια του ʽʽμαχητικού αθεϊσμούʼʼ. ʽʽΠως επέτρεψε ο Θεός να κλείσουν και να καταγκρεμίσουν τόσους ναούς;ʼʼ. Η αγία απάντησε: ʽʽΑυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Ο αριθμός των ναών ελαττώθηκε , επειδή οι πιστοί θα είναι ολίγοι , δε να υπάρχουν και ιερείς γιʼ αυτές τι εκκλησίεςʼʼ. ʽʽΜα γιατί κανένας δεν αγωνίζεται;ʼʼ Ερώτησε η Ζηναΐδα . ʽʽ Ο λαός είναι υπνωτισμένος, έχει χάσει τα νερά του. Μία φοβερή δαιμονική δύναμη μπήκε σε δράση. Βρίσκεται στον αέρα, διεισδύει παντού. Παλιά κατοικούσε στα έλη και τα πυκνά δάση, επειδή οι άνθρωπο εκκλησιάζονταν, φορούσαν το σταυρό. Τα σπίτια ήταν προστατευμένα από τις εικόνες, τα κανδήλια, τον αγιασμό. Τα δαιμόνια πετούσαν από δίπλα και δεν μπαίνανε μέσα σʼ αυτά τα σπίτια. Σήμερα όμως έχουν γίνει κατοικητήριο των δαιμόνων και οι ίδιοι οι άνθρωποι για την απιστία τους και την απομάκρυνσή τους από το Θεόʼʼ.
Διαβάζοντας τους δαιμονισμένους, προσευχόμενη για κάθε προσερχόμενο, παρηγορώντας τις θλίψεις του κόσμου, η Μάτουσκα κουραζόταν τόσο πολύ που προς το τέλος της ημέρας δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει με τους δικούς της, και μόνο σιγά αναστέναζε, ακουμπώντας το κεφάλι στην παλάμη της. Η εσωτερική , πνευματική της ζωή έμεινε μυστήριο ακόμα και για τους οικείου της, μερικοί , θέλοντας να μάθουν για την πνευματική της ζωή, την παρακολουθούσαν τις νύχτες. Μια κοπέλα είδε ότι όλη τη νύχτα προσευχόταν και έκανε μετάνοιες. Από τους συχνούς σταυρούς δημιουργήθηκε στο μέτωπό της Αγίας ένα λακκάκι- το ίχνος των δακτύλων της. Το σταυρό της τον έκανε βραδέως, με θέρμη, τα δακτυλάκια της ψάχνανε το λακκάκι.

Η Αγία Ματρώνα της Μόσχας.
Εκδόσεις ʽʼ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗʼʼ
Μετάφραση από τη Ρωσική
Δορυμέδοντος ιερομονάχου.

Ανακηρύχθηκε Αγία στις 2 Μαΐου 1999, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας.

Η Αγία Ματρώνα ήταν ανάπηρη και εκ γενετής τυφλή.