Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Η Αγία Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ της Ρωσίας

Νεομάρτυς επί Κουμουνισμού

«Καμία γυναίκα δεν υπήρξε πιο ευγενής,
καμία δεν έχει αφήσει τόσο έντονη τη σφραγίδα
της προσωπικότητάς της πάνω στις ποτισμένες
με αίμα σελίδες της ρωσικής ιστορίας».
Μεγάλος δούκας Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς

Η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1864 (το δεύτερο από τα επτά παιδιά που αριθμούσε η δουκική οικογένεια), κόρη του Μεγάλου δούκα Λουδοβίκου IV της Δαρμστάτης (πρωτεύουσα της Έσσης) και της πριγκίπισσας Άλις, θυγατέρας της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας. Μέσα στην οικογένεια την ονόμαζαν «Έλλα».
Η πριγκίπισσα Άλις ήταν μητέρα και σύζυγος γεμάτη φροντίδα και τρυφερότητα. Δεν ενέπνευσε στα παιδιά της μόνο αισθήματα για τη μουσική και την τέχνη αλλά έθεσε και σταθερά χριστιανικά θεμέλια. Ωστόσο, η τόσο στενά δεμένη δουκική οικογένεια, το 1878 εξαιτίας κάποιας επιδημίας, είχε την τραγική απώλεια μητέρας και ενός παιδιού με αποτέλεσμα το βάρος της ευθύνης να πέσει στις δύο μεγαλύτερες αδελφές Βικτωρία και Ελισάβετ. Έτσι, οι ημέρες της ξένοιαστης παιδικής ηλικίας τελείωσαν απότομα για την Ελισάβετ.
Η πριγκίπισσα Ελισάβετ γινόταν μια ασυνήθιστα όμορφη νεαρή γυναίκα, ψηλή και λεπτή, με χαριτωμένα χαρακτηριστικά. Παρουσίαζε μια πλήρη απουσία εγωϊσμού, προσπαθώντας πάντοτε να ικανοποιήσει και να βοηθήσει τους άλλους, συχνά εις βάρος της. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν κατηγορούσε τους άλλους. Από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η βαθιά θρησκευτικότητα και η ανιδιοτελής αγάπη για τους άλλους.
Το 1881, όταν οι δύο αδελφές, Βικτώρια και Ελισάβετ άρχισαν να κάνουν τις πρώτες τους κοινωνικές εμφανίσεις, ο κόσμος έλεγε ότι ήταν οι πιο επιθυμητές νύφες από όλους τους Γερμανικούς οίκους των ευγενών. Αλλά η καρδιά της πριγκίπισσας Ελισάβετ ανήκε αληθινά στο Μεγάλο δούκα Σέργιο. Από τα πρώτα νεανικά της χρόνια τον συμπάθησε, όταν συναντήθηκαν κατά την διάρκεια των μακρών του επισκέψεων στο Γιούγκενχαϊμ με τη μητέρα του. Ο Μεγάλος δούκας γεννήθηκε το 1857 και ήταν ο 5ος γιος του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου ΙΙ. Ψηλός και ξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γκριζοπράσινα μάτια, ο Σέργιος, όμοια με τα περισσότερα μέλη του οίκου των Ρομανώφ, ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Χωρίς την ελάχιστη επίδειξη βοηθούσε πολλούς που είχαν ανάγκη.
Έφτασε, λοιπόν, η στιγμή η Ελισάβετ νά ετοιμαστεί για το μακρινό ταξίδι στη Ρωσία και τον αναπόφευκτο χωρισμό απο τους αγαπημένους της. Ολόκληρη η δουκική οικογένεια την συνόδευσε στη Ρωσία για το γάμο. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε με ασυνήθιστη μεγαλοπρέπεια. Όλοι θαύμαζαν την ομορφιά, τη χάρη και τη γοητεία της. Η θριαμβευτική είσοδος της πριγκίπισσας Ελισάβετ στην πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, έλαβε χώρα την παραμονή της ημέρας του γάμου της.
Η γαμήλια τελετή, έγινε σύμφωνα με την ορθόδοξη ιεροτελεστία στο παρεκκλήσιο των χειμερινών Ανακτόρων. Μετά από την τελετή αυτή έγινε μια προτεσταντική ακολουθία σε μια από τις αίθουσες υποδοχής των Ανακτόρων (η πριγκίπισσα Ελισάβετ δεν ήταν υποχρεωμένη να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία προκειμένου να παντρευτεί ένα Ρώσο Μεγάλο δούκα˙ παρέμενε Λουθηρανή προς το παρόν). Οι νεόνυμφοι πήγαν για το μήνα του μέλιτος στο Ιλυίνσκοϊε, στο κτήμα του Μεγάλου δούκα. Η Ελισάβετ συνόδευε το σύζυγό της, όπου κι αν πήγαινε, παραμένοντας όρθια μαζί του σ’ όλη τη διάρκεια των μακρών εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ο Μεγάλος δούκας ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και όταν γονάτιζε μπροστά στις εικόνες και με σεβασμό τις ασπαζόταν, η Μεγάλη δούκισσα, ως προτεστάντις, δεν ήξερε πως θα έπρεπε να ενεργήσει, αλλά επιθυμώντας να δείξει σεβασμό για ό,τι ήταν ιερό, γονάτιζε με μια χαμηλή ευγενική υπόκλιση μπροστά στις εικόνες. Όταν ο σύζυγος της ασπαζόταν το σταυρό και το χέρι του ιερέα αυτή ακολουθούσε το παράδειγμά του.
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη, η Ελισάβετ έγινε δεκτή από την αυτοκρατορική οικογένεια με πολύ ζεστασιά καθώς όλοι είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά, την ευγένεια, την λεπτότητα και την πνευματικότητά της. Παρά την ευρύτερη, όμως κοινωνική της επιτυχία, τις ατελείωτες εξόδους και υποδοχές η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δοκίμαζε μια νοσταλγία για τη μόνωση και την ησυχία. Όποτε μπορούσε, συνήθιζε να κάνει μοναχικούς περιπάτους στα πάρκα το Τσάρσκογιε Σέλο, της Γκατσίνα ή του Πέτερχοφ και ν’ αναζητά έναν παράμερο τόπο όπου μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα μπορούσε ν’ ατενίζει την ομορφιά της φύσης και ν’ ανυψώνει το νου στο Δημιουργό της.
Από την αρχή του έγγαμου βίου της η Ελισάβετ ένοιωσε να την ελκύει η ορθόδοξη πίστη του συζύγου της. Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς συνέχιζε να παρακολουθεί τις προτεσταντικές ακολουθίες και είχε πολύωρες συζητήσεις με τον πάστορα, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν ένοιωθε στη Ρωσία, όπως όταν ήταν στη Δαρμστάτη. Ο προτεσταντισμός δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πια την πνευματική της αναζήτηση. Στους ορθόδοξους ναούς, όπου παρευρισκόταν με το σύζυγό τηςένοιωθε ένα τρυφερό συναίσθημα που της έδινε έμπνευση για προσευχή. Δεν άντεχε να βλέπει την ευτυχία, που αισθανόταν ο Σέργιος, έπειτα από τη θεία Μετάληψη, και ήθελε τόσο πολύ να πλησιάσει κι αυτή στο Άγιο Ποτήριο, να λάβει τη θεία Ευχαριστία και να μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον αγαπημένο της. Ο Σέργιος πάλι, παρόλη την έντονη θρησκευτικότητα και την αγάπη του για την ορθοδοξία δεν επέτρεψε ποτέ στη σύζυγό του ν’ αντιληφθεί, είτε με λόγια είτε με οποιαδήποτε νύξη, πόσο θα ήθελε να ενστερνιστεί κι αυτή την ορθόδοξη πίστη. Όσο για τη Μεγάλη δούκισσα, ζήτησε από το σύζυγό της να της προμηθεύσει βιβλία για την πίστη, σχολιασμούς και μια ορθόδοξη κατήχηση. Μόνη της μελετούσε και σύγκρινε, ώσπου μετά από αλλεπάληλες αμφιβολίες και συγκρούσεις (ορισμένοι συγγενείς της ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αυτή τη μεταστροφή της), η Ελισάβετ ανέφερε στο σύζυγό της την απόφασή της να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Στη μεταστροφή της αυτή κράτησε το όνομά της Ελισάβετ, διαλέγοντας ως προστάτιδα τη Δικαία Ελισάβετ τη μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού.
Η ζωή της τώρα άρχισε να κυλά με πολύ πιο έντονες φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Οι ιδιωτικές της αυτές προσπάθειες ήταν γνωστές μόνο σε λίγους και παρόλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις της (ο Σέργιος είχε αναλάβει το αξίωμα του Γενικού Διοικητή της Μόσχας), συνέχιζε με αμείωτο ενδιαφέρον και κόπο να βοηθά τους φτωχούς, τους αρρώστους και όσους είχαν την ανάγκη της. Συζητούσε τις δραστηριότητές της αυτές με το Σέργιο, που πάντοτε της συμπαραστεκόταν και την ενθάρρυνε στη φιλανθρωπική της δράση. Ωστόσο, το 1891, δύο θάνατοι - του πατέρα της και της νεαρής νύφης της, της Μεγάλης δούκισσας Αλεξάνδρας - είχαν μεγάλη επίπτωση στην υγεία της. Της προκάλεσαν όχι μόνο πνευματικό πόνο αλλά και σωματικό μαρτύριο˙συνεχείς πονοκέφαλοι, πόνοι από ρευματικά και ένα σωρό άλλες ταλαιπωρίες υπέσκαψαν την όχι και τόσο δυνατή κράση της. Μόνο αργότερα ο γάμος της μικρότερης αδελφής της Άλις με το διάδοχο του ρωσικού θρόνου Νικόλαο ΙΙ, της έδωσε κάποια χαρά και μετρίασε τον πόνο της από τα συνεχή προβλήματα, που ολοένα παρουσιαζόταν.
Τα χρόνια κυλούσαν καθώς σκοτεινά σύννεφα καταιγίδας συγκεντρώνονταν πάνω από τη Ρωσία. Τα επαναστατικά συναισθήματα ήταν εξαπλωμένα παντού, όχι μόνο ανάμεσα στους διανοούμενους και τους εργάτες αλλά και στις μάζες των χωρικών. Απεργίες φούντωναν στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και άλλες ρωσικές πόλεις. Υπουργοί, κυβερνήτες, αρχηγοί και αξιωματικοί της αστυνομίας δολοφονούνταν σε όλη τη χώρα. Η επαναστατική τρομοκρατία ρίζωνε, μεγάλωνε και απλωνόταν. Η Ελισάβετ είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί τρομερά για το σύζυγό της. Γνώριζε ότι ήταν στη μαύρη λίστα εκείνων που ήταν σημειωμένοι για «ξεκαθάρισμα». Παρά το γεγονός ότι ο Μεγάλος Δούκας είχε παραιτηθεί από Γενικός Διοικητής, οι αρχηγοί των τρομοκρατών δεν εγκατέλειψαν το σχέδιο τους να τον δολοφονήσουν.
Οι χειρότεροι φόβοι της Ελισάβετ δεν άργησαν να πραγματοποιηθούν : στις 18 Φεβρουαρίου 1905, ο Μεγάλος δούκας είχε γίνει θρύψαλα από τη βόμβα ενός τρομοκράτη έχοντας την ίδια τύχη με τον πατέρα του (Αλέξανδρο ΙΙ). Ο Ιβάν Καλιάεφ εκσφενδόνισε τη βόμβα του, η οποία χτύπησε το Σέργιο στο στήθος και εξερράγη. Όλως παραδόξως το πρόσωπο του Μεγάλου δούκα παρέμεινε άθικτο. Η Ελισάβετ δεν άργησε να φτάσει στον τόπο του ατυχήματος. Σιωπηλή, με τα μάτια της στεγνά, έγειρε πάνω από τα λείψανα του συζύγου της. Συγκλονισμένη, όπως ήταν, φαινόταν να μή βλέπει τους ανθρώπους γύρω της ούτε να αισθάνεται τίποτε παρά μια ανάγκη, που την έσπρωχνε να μαζέψει βιαστικά ό,τι απέμεινε από τον σύζυγό της. Η Μεγάλη δούκισσα γονατισμένη πάνω στο χιόνι, μάζευε τα σκόρπια υπολείμματα του σώματος του συζύγου της και με τη βοήθεια των στρατιωτών τα φόρτωνε στο φορείο : δεν υπήρχαν πολλά - ένας μικρός σωρός. Το φορείο μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Μονής του Τσιουντώφ και τοποθετήθηκε μπροστά στον άμβωνα. Την επόμενη μέρα τα λείψανα του Μεγάλου δούκα τοποθετήθηκαν σ’ ένα φέρετρο. Η Μεγάλη δούκισσα έλαβε τη θεία Κοινωνία καθώς στεκόταν κοντά στο φέρετρο του συζύγου της, ενώ τελούνταν συνεχώς ακολουθίες για την ανάπαυση της ψυχής του. Η Ελισάβετ δύσκολα απομακρυνόταν από το φέρετρο, γονατισμένη σε προσευχή ή όρθια δίπλα του σιωπηλα, συχνά αγρυπνώντας μόνη μέσα στη σκοτεινή εκκλησία.
Στον τόπο της δολοφονίας του Μεγάλου δούκα, ανεγέρθηκε ένας πελώριος σταυρός κατά παράκληση της Μεγάλης δούκισσας[1]. Ένοιωθε ότι η επιγραφή που είχε διαλέξει θα ικανοποιούσε το σύζυγό της : «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Μετά από δύο μέρες και ενώ προσευχόταν για το σύζυγό της, η Ελισάβετ αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ο Μεγάλος δούκας ήθελε να πάει η Ελισάβετ να επισκεφθεί το δολοφόνο του και να του πει, ότι τον συγχώρεσε. Τρεις μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του συζύγου της, πήγε στη φυλακή, όπου κρατούνταν ο Καλιάεφ. Δεν αισθανόταν κανένα μίσος για τον άνθρωπο, του οποίου το χέρι είχε διαλύσει την ευτυχία της˙ η Ελισάβετ ήθελε να μετανιώσει ο Καλιάεφ για το έγκλημα του και να ζητήσει τη συγχώρηση από το Θεό.
Είπε στον τρομοκράτη, ότι του είχε φέρει τη συγχώρηση του Μεγάλου δούκα. Του μίλησε για τη βαρύτητα του αμαρτήματός του και του ζήτησε να μετανοήσει˙ έφερε την Αγία Γραφή και ικέτευσε τον Καλιάεφ να τη διαβάσει. Αυτός αρνήθηκε. «Εάν μετανοήσεις», είπε η Μεγάλη δούκισσα, «θα ζητήσω από τον αυτοκράτορα να σε συγχωρήσει. Εγώ η ίδια σε έχω ήδη συγχωρήσει». Αλλά ο Καλιάεφ δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις. Παρόλ’ αυτά η Μεγάλη δούκισσα άφησε την Αγία Γραφή και μια μικρή εικόνα πάνω στο τραπέζι του κελιού, ελπίζοντας ότι θ’ άλλαζε γνώμη και θα στρεφόταν στο Θεό. Παρά την άρνηση του Καλιάεφ, η Μεγάλη δούκισσα έκανε έγγραφη αίτηση στον τσάρο να τον συγχωρήσει. Αν και ο τσάρος δέχτηκε ο Καλιάεφ, όμως, αρνήθηκε και έτσι εκτελέστηκε το Μάϊο του 1905.
Ο θάνατος του Μεγάλου δούκα βύθισε την Ελισάβετ σε μια όλο και περισσότερο εντεινόμενη διάθεση ευσέβειας. Έτσι, παρόλη την λύπη της, ένας νέος σκοπός μπήκε στη ζωή της. Μια νέα επιθυμία να αφιερωθεί στην προσευχή, στην εργασία και τη φιλανθρωπία. Έτσι, πούλησε ότι πολύτιμο είχε από κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα μ’ ένα μόνο σκοπό : την ανοικοδόμηση μιας γυναικείας μονής αφιερωμένης στις Αγίες Μαρία και Μάρθα, καθώς και την δημιουργία κλινικής και ορφανοτροφείου και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Η Ελισάβετ θέλησε να δώσει αυτό το όνομα στη Μονή, γιατί η Μάρθα είναι σύμβολο της ενεργούς υπηρεσίας στον Κύριο μας, ενώ η Μαρία συμβολίζει μια πνευματική απορρόφηση στα θεία Μυστήρια. Επομένως, η Μεγάλη δούκισσα ήθελε να τα συνδιάσει και τα δύο. Χωρίς χρονοτριβή αγόρασε το οικόπεδο και με ατελείωτο μόχθο επιδόθηκε στην οργάνωση της μονής της. Έκανε πολλές επισκέψεις στη μονή Ζωσιμά για να συζητήσει το έργο της με τους εκεί Γέροντες˙ έγραψε σε μοναστήρια και βιβλιοθήκες θρησκευτικών βιβλίων και μελέτησε τυπικά αρχαίων μονών . Μια γυναικεία μονή που θά συνδύαζε φιλανθρωπία, εργασία και προσευχή ήταν χωρίς προηγούμενο στη Ρωσία. Ήταν, επομένως, φυσικό η ιδέα να συναντήσει κάποιο σκεπτικισμό από τη μεριά ορισμένων μελών της Ιεράς Συνόδου και η Ελισάβετ έπρεπε επανειλημμένως να επεξεργαστεί το τυπικό για να το κάνει αποδεκτό απ’ αυτούς.
Η γυναικεία μονή άνοιξε τις πόρτες της τη 10η Φεβρουαρίου του 1909 με βάση ένα προσωρινό θέσπισμα. Η Ιερά Σύνοδος κράτησε το όνομα «Γυναικεία Μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας», ως το επίσημο όνομά της. Η μονή άνοιξε με έξι αδελφές˙ μέσα σ’ ένα χρόνο ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στις τριάντα ενώ η κοινότητα συνέχιζε να μεγαλώνει. Μετά την επικύρωση των τελικών θεσπισμάτων από την Ιερά Σύνοδο την 9η Απριλίου 1910 η εκκλησία της μονής έγινε ο τόπος ενός σημαντικού γεγονότος : δεκαεπτά γυναίκες, οδηγούμενες από τη Μεγάλη δούκισσα εκάρησαν μοναχές, ως Σταυροφόρες Αδελφές της αγάπης και τουελέους. Ταυτοχρόνως η Ελισάβετ ανέβηκε στο βαθμό της ηγουμένης.
Στη μονή της η Μεγάλη δούκισσα ζούσε τη ζωή μιας αληθινής ασκήτριας. Κοιμόταν σε ξύλινο κρεβάτι χωρίς στρώμα˙ το μαξιλάρι ήταν σκληρό. Συχνά κοιμόταν όχι περισσότερο από τρεις ώρες, ξυπνώντας τα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί στο παρεκκλήσιό της και να κάνει τους γύρους των θαλάμων του νοσοκομείου. Όταν ένας ασθενής βαριά άρρωστος τιναζόταν από τον πόνο και ζητούσε βοήθεια, έμενε στο πλευρό του μέχρι την αυγή. Νήστευε αυστηρά, έτρωγε πάντα με μέτρο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε ν’ ακολουθεί τη ζωή μιας μοναχής-ασκήτριας. Εκπαιδεύοντας τις αδελφές της μονής, η Μεγάλη δούκισσα, δίδασκε σ’ αυτές την προσευχή και την πρακτική ιατρική και τα πνευματικά εφόδια, που χρειαζόταν προκειμένου να προετοιμάσουν τους μελλοθάνατους ασθενείς για την ενδεχόμενη μετάβασή τους στην αιώνια ζωή. Η ίδια, η Ελισάβετ, μάλιστα, κατόρθωνε πάντα να είναι παρούσα στο πλευρό ενός ασθενούς που πέθαινε και όταν πλησίαζε το τέλος του, προσευχόταν για το ταξίδι της ψυχής στον άλλο κόσμο.
Η φιλανθρωπική δραστηριότητα της Μεγάλης δούκισσας επεκτεινόταν πολύ πέρα από τους τοίχους της μονής της˙ έδινε βοήθεια με ευχαρίστηση οποτεδήποτε και οπουδήποτε χρειαζόταν. Δεν έδινε μόνο βοήθεια όταν της ζητούσαν, αλλά αναζητούσε η ίδια όσους βρίσκονταν στην έσχατη ανάγκη, ιδιαίτερα τα εγκαταλελειμμένα ορφανά. Πρόσεχε, επίσης, τις ανάγκες των φτωχών κληρικών και πρόθυμα ανταποκρινόταν στους κληρικούς των χωριών των οποίων οι φτωχές ενορίες δεν είχαν την οικονομική άνεση να διορθώσουν μια παλιά εκκλησία, να χτίσουν μια καινούργια, ή να ιδρύσουν ένα ορφανοτροφείο.
Στη Μονή, η Μεγάλη δούκισσα άνοιξε ένα ορφανοτροφείο για κορίτσια. Το 1913 δεκαοχτώ τέτοια κορίτσια προετοιμάζονταν για την τελική είσοδό τους στη μονή. Αν, όταν μεγάλωναν, δεν αισθάνονταν ότι αυτή ήταν η κλήση τους, η εκπαίδευση που θα είχαν λάβει θα τους έδινε τη δυνατότητα να βρουν την κατάλληλη απασχόληση στο κόσμο. Η ανακούφιση από τον αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών, ήταν ακόμα μια από τις φροντίδες της Μεγάλης δούκισσας. Οργάνωσε κατηχητικό στη μονή για ημιαναλφάβητα και αναλφάβητα κορίτσια και εργάτριες εργοστασίων. Το 1913 κάπου 75 γυναίκες παρακολουθούσαν αυτά τα μαθήματα. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη της Μονής ήταν υπερήφανη για τους 2000 τόμους της. Τα βιβλία δανείζονταν δωρεάν και υπήρχαν πάνω από εκατό εξωτερικοί συνδρομητές, που έκαναν χρήση αυτής της υπηρεσίας. Οι φτωχοί σιτίζονταν στις κουζίνες της Μονής, όπου πάνω από 300 γεύματα σερβίρονταν καθημερινά. Το 1913 οι κουζίνες σέρβιραν 139.443 γεύματα. Εκτός της μονής η Μεγάλη δούκισσα οργάνωσε επίσης ένα ίδρυμα για τη φυματική γυναίκα, στο οποίο ήταν πολύ αφοσιωμένη. Μια ακόμη, όμως, φροντίδα της ήταν η λεγόμενη «Συνεισφορά για τα παιδιά». Ενήλικες και παιδιά συγκεντρώνονταν τις Κυριακές στο Παλάτι του Νικολάου για να βοηθήσουν με την εργασία τους τα φτωχά παιδιά. Στην πορεία του έτους 1913 περισσότερα από 1.800 παιδιά ντύθηκαν χάρη στις προσπάθειες αυτής της ομάδας.
Η Μεγάλη δούκισσα δεν παραμελούσε και την πνευματική ανατροφή των Μοσχοβιτών, και γι’ αυτό οργάνωνε πολλές διαλέξεις για το λαό. Κάθε Κυριακή, σε όλη τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, γίνονταν εποικοδομητικές ομιλίες στον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σκέπης μετά τον Εσπερινό. Έπειτα από την ομιλία, έψαλλαν όλοι μαζί τη βραδινή προσευχή.
Οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι και άλλοι ιεράρχες έρχονταν στη μονή για να κάνουν ομιλίες. Οι ομιλίες αυτές ήταν τόσο δημοφιλείς που άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων και επαγγελμάτων συγκεντρώνονταν γύρω από το ναό πολλή ώρα προτού να ανοίξει για τις ακολουθίες.
Αν δεν γινόταν η Επανάσταση, δε χωράει αμφιβολία ότι όλη αυτή η δραστηριότητα που ξεκίνησε από τη Μεγάλη δούκισσα θα είχε συνεχιστεί, και ότι και άλλα ιδρύματα, θα είχαν αναφυεί σε όλη τη Ρωσία με πρότυπο τη μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας, για το καλό του ρωσικού λαού.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία. Αλλά παρά τίς προσωρινές επιτυχίες της Ρωσίας το 1915 έφερε τη μια καταστροφική ήττα μετά την άλλη και τα ρωσικά στρατεύματα υποχώρησαν από τη Γαλικία και την Πολωνία. Οι αναταραχές σ’ όλη τη χώρα ήταν μεγάλες. Οι αγορές και τα καταστήματα τροφίμων γρήγορα άρχισαν να αδειάζουν από προμήθειες. Η μονή έπρεπε παρ’ όλα αυτά να συνεχίσει να φροντίζει τους αρρώστους και τα ορφανά και να τρέφει τους φτωχούς. Στο μεταξύ τα ρωσικά στρατεύματα συνέχιζαν να υφίστανται ήττες στο μέτωπο. Η Ρωσία πλησίαζε στην καταστροφή. «Προδοσία» ήταν η λέξη που ακουγόταν παντού. Απίστευτες ιστορίες για την αυτοκρατορική οικογένεια και ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα απλώνονταν αστραπιαία σ’ όλες τις πόλεις. Οι εργατικές απεργίες στην πρωτεύουσα εμπόδιζαν τώρα την παραγωγή στα εργοστάσια που δούλευαν για να βοηθούν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στους δρόμους της πόλης ξεσπούσαν αψιμαχίες ανάμεσα σε εργάτες και στρατιώτες.
Ο αυτοκράτορας έφυγε βιαστικά από το αρχηγείο του με τρένο για την Πετρούπολη, αλλά τον σταμάτησαν απροσδόκητα σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό με το παράξενο όνομα «Ντνό» (άβυσσος), μια μακάβρια συγκυρία η οποία εκ των υστέρων προοιώνιζε την πτώση της ισχυρής Ρωσίας στον πυθμένα μιας σκοτεινής αβύσσου.
Ωστόσο, έφθασαν τηλεγραφήματα από τους διοικητές διαφόρων μετώπων, που συνιστούσαν στον αυτοκράτορα να παραιτηθεί. Τα τηλεγραφήματα αυτά παρουσιάσθηκαν από το στρατηγό Ρούζκυ στον τσάρο 2/15η Μαρτίου, κατά τις τρεις η ώρα. Αφού άκουσε την αναφορά του στρατηγού, ο τσάρος πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Αν και είχε στη διάθεση του ένα στρατό δεκαπέντε εκατομμυρίων ανδρών, ο τσάρος Νικόλαος υπέγραψε την πράξη της παραίτησης. Ήταν ολομόναχος˙ δεν υπήρχε κανείς για να τον σταματήσει προτού κάνει αυτό το μοιραίο βήμα. Ο ηγούμενος Σεραφείμ περιγράφει την τελευταία του συνάντηση με τη Μεγάλη δούκισσα, την άνοιξη του 1917, έπειτα από την παραίτηση του τσάρου. Έμεινε έκπληκτος με την εμφάνισή της, είχε αλλάξει πάρα πολύ. Αδυνατισμένη και εξαντλημένη, η ψυχή της βρισκόταν σε οδύνη και δεν μπορούσε να μιλά δίχως να κλαίει. Έβλεπε την άβυσσο μέσα στην οποία έπεφτε η Ρωσία και έκλαιγε πικρά για τη χώρα και το λαό της, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή της και είχε υπηρετήσει με τόση ανιδιοτέλεια. Όταν μίλησε για την αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αλλά έβλεπε επίσης ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και έτσι έπρεπε να το δεχθεί. Έβλεπε τον πόνο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως το δρόμο τους για το μαρτύριο.
Κατά κάποιο τρόπο, η εργασία στη μονή συνεχιζόταν. Η Μεγάλη δούκισσα περνούσε πολύ χρόνο καθισμένη στο προσκέφαλο πολλών αρρώστων γυναικών που η κατάστασή τους ήταν κρίσιμη. Έξω από τη μονή, η Μόσχα βρισκόταν σε αναστάτωση και χάος. Σπίτια λεηλατούνταν και καίγονταν, πλήθη κουρέληδων τριγύριζαν μέσα στους δρόμους, ενώ ο αριθμός τους αυξανόταν από τους φυλακισμένους που είχαν απελευθερωθεί και από ψυχασθενείς που είχαν διαφύγει, αλλά η Ελισάβετ δε φοβόταν κανένα. Πάντα προσπαθούσε να βρίσκει θετικά στοιχεία σε όλους, ακόμη και σε εγκληματίες, πιστεύοντας ότι το καλό στην ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να υπερνικήσει τις κακές του τάσεις.
Τον Αύγουστο του 1917 έμαθε ότι ο Κερένσκι είχε εξορίσει τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους στο Τομπόλσκ, γκρεμίζοντας έτσι κάθε ελπίδα για την Ελισάβετ ότι θα τους ξαναδεί. Συνειδητοποίησε επίσης ότι δεν επρόκειτο να γίνει καμία «απελευθέρωση» της πρώην κυβερνώσας οικογένειας. Τους έστειλε γράμματα, αυτοί όμως έλαβαν μόνο ένα. Οι τελευταίες εβδομάδες πριν την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης βρήκαν τη μονή της Μάρθας και της Μαρίας να γίνεται δημοφιλές κέντρο - όχι τόσο πολύ για τροφές ή ιατρική βοήθεια, αλλά εξαιτίας της Μεγάλης δούκισσας, στην οποία προσέτρεχαν πολλοί άνθρωποι, φορτωμένοι με βάσανα και πόνο, για να ανοίξουν την καρδιά τους. Δεχόταν τους πάντες, τους άκουγε, τους μιλούσε από τις Γραφές, τους έδινε ηθική υποστήριξη. Οι άνθρωποι έφευγαν ενδυναμωμένοι και ειρηνικοί. Αλλά η κατάσταση στη χώρα συνέχισε να χειροτερεύει. Την 7η Νοεμβρίου, 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε. Στην κορυφή της γιγαντιαίας πολιτείας στεκόταν τώρα ο Λένιν και οι συνεργάτες του.
Εκτός από την αυτοκρατορική οικογένεια, οι Σοβιετικοί είχαν ήδη συλλάβει πολλούς άλλους Ρομανώφ. Επειδή ήξερε ότι η Μεγάλη δούκισσα την αγαπούσαν και τη σέβονταν, φοβόταν ότι, στην περίπτωση της σύλληψης και εκτέλεσής της, θα ξεσπούσαν ταραχές στη Μόσχα κατά του Μπολσεβικού καθεστώτος. Αλλά με μια σειρά από κόλπα και απάτη αποφάσισε να την εξαφανίσει στα γρήγορα από την πόλη, σε κάποιο τόπο όπου θα ήταν σχετικά άγνωστη.
Η Ελισάβετ ένοιωθε ότι το τέλος πλησίαζε γρήγορα. Η μόνη της επιθυμία ήταν να διατηρήσει τη δύναμη του πνεύματος και να παραμείνει, μέχρι τέλους, πιστή στο Χριστό. Πράγματι, τη συνέλαβαν και την απομάκρυναν από τη Μόσχα προτού οι κάτοικοι προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί την τρίτη ημέρα του Πάσχα, του 1918, την ημέρα της εορτής της Εικόνας της Θεομήτορος των Ιβήρων, στην οποία η Μεγάλη δούκισσα είχε μεγάλη αφοσίωση. Την ίδια εκείνη ημέρα, η Αγιότης του, ο πατριάρχης Τύχων, είχε έρθει στη μονή για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Η ηγουμένη στην προσπάθεια της να φαίνεται χαρούμενη, ένοιωθε έναν ενστικτώδη πόνο. Μισή ώρα αργότερα, μετά την αναχώρηση του πατριάρχη, έφθασε ένα όχημα με ένα κομισάριο και στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, οι οποίοι διέταξαν την Ελισάβετ να τους ακολουθήσει.
Η Μητέρα ηγουμένη ευχαρίστησε τρυφερά τις αδελφές της για όλους τους κόπους τους και ζήτησε από τον πατέρα Μητροφάνη να μήν εγκαταλείψει τη μονή και να συνεχίσει να τελεί τις ακολουθίες για όσο καιρό θα μπορούσε. Οι Μπολσεβίκοι επέτρεψαν μόνο σε δύο αδελφές να συνοδεύσουν την ηγουμένη τους : τη Βαρβάρα Γιακόβλεβνα και τήν Αικατερίνα Γιανίσεβα. Λίγο πριν μπει στο όχημα των Τσεκά, στράφηκε και ευλόγησε τις αδελφές μ’ ένα μεγάλο σημείο του σταυρού. Αμέσως την άρπαξαν και εξαφανίστηκαν. Για πάντα.
Μόλις ο πατριάρχης Τύχων έμαθε τί είχε συμβεί, με τη βοήθεια κάποιων εκκλησιαστικών οργανισμών που οι Μπολσεβίκοι ακόμη αναγνώριζαν, άρχισε τις προσπάθειες να πετύχει την απελευθέρωσή της αλλά μάταια. Η Ελισάβετ και οι δύο υποτακτικές της βρίσκονταν πάνω σ’ ένα τρένο και πήγαιναν εξόριστες στο Πέρμ.
Το μακρινό ταξίδι της Μεγάλης δούκισσας από τη Μόσχα στο Πέρμ αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Δεν της έδωσαν ούτε ένα ποτήρι ζεστό νερό να πιεί, αλλά αγόρασε η ίδια ένα ποτήρι στο σταθμό, ενώ οι συνεπιβάτες της δάνεισαν μια τσαγιέρα.
Φθάνοντας στο Πέρμ, η Ελισάβετ και οι δύο συντρόφισσες της μπήκαν σ’ ένα μοναστήρι. Οι μοναχές λυπήθηκαν ειλικρινά για την ευγενή φυλακισμένη τους και προσπάθησαν να απαλύνουν τις δυσκολίες της. Της επέτρεψαν να παρακολουθεί τις ακολουθίες στην εκκλησία της μονής - πράγμα που γι’ αυτήν ήταν μεγάλη παρηγοριά. Καθ’ οδόν από το Περμ για την Αλαπαγιέφσκη, η Μεγάλη δούκισσα και οι αδελφές πέρασαν λίγες μέρες στο Αικατερινβούργ. Την άνοιξη του 1918 οι Μπολσεβίκοι έφεραν μια καινούργια ομάδα φυλακισμένων στο Αικατερινβούργ : το Μεγάλο δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς και το γραμματέα του, Φ.Μ.Ρεμέζ˙ τρείς γιούς του Μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Κωνσταντίνοβιτς - τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο και τον Ιγκόρ˙ και τον πρίγκιπα Βλαντιμίρ Παλέϋ. Τους έβαλαν όλους σ’ ένα δωμάτιο κάποιου βρώμικου πανδοχείου και όχι μόνο τους μεταχειρίζονταν με εξαιρετική σκληρότητα, αλλά ήταν και υποσιτιζόμενοι.
Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι - με εξαίρεση μόνο την άμεση αυτοκρατορική οικογένεια μεταφέρθηκαν μαζί με τη Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ, στην Αλαπαγιέφσκη την 20η Μαΐου του 1918, όπου τους έβαλαν να μείνουν στη Σχολή Ναπόλναγια στα περίχωρα της πόλης. Την 21η Ιουνίου έγινε μια δραστική αλλαγή για τους φυλακισμένους. Τα χρήματά τους και τα προσωπικά τους αντικείμενα κατασχέθηκαν. Κάθε άσκηση εκτός του περίφρακτου χώρου του σχολικού κτιρίου απαγορεύθηκε. Τέλος στερήθηκαν και τη μόνη τους παρηγοριά : τις εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Οι φυλακισμένοι γνώριζαν πια τί τους περίμενε και συνειδητά προετοιμάζονταν γι’ αυτό, ζητώντας από τον Κύριο να δυναμώνει το πνεύμα τους και νά μην επιτρέψει να βεβηλωθούν τα γήϊνα λείψανά τους από τους κομουνιστές, αλλά να βρούν ανάπαυση με την πρέπουσα ταφή σύμφωνα με τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σύντομα υποχρέωσαν όλο το υπηρετικό προσωπικό να φύγει από τη Σχολή με εξαίρεση το Φιόντορ Ρεμέζ, ο οποίος έμεινε με το Μεγάλο δούκα Σέργιο, και την αδελφή Βαρβάρα, η οποία παρέμεινε με την Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ. Το μεσημέρι της 17ης Ιουλίου, ο αξιωματικός των Τσεκά και λίγοι κομουνιστές εργάτες ήρθαν στη Σχολή. Πήραν από τους φυλακισμένους ό,τι χρήματα τους είχαν απομείνει και ανήγγειλαν ότι εκείνη τη νύχτα θα τους μετέφεραν στον επάνω περίβολο του εργοστασίου Σινιατσικένσκυ.
Το απεχθές έγκλημα της Αλαπαγιέφσκης διεπράχθη τη νύχτα της 17ης προς 18η του Ιουλίου, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ και ημέρα κατά την οποία γιόρταζε ο σύζυγος της Ελισάβετ, Μεγάλος δούκας Σέργιος. Ξύπνησαν τους φυλακισμένους και τους μετέφεραν πάνω σε κάρρα από ένα δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Σινιάτσικα. Κατά μήκος αυτού του δρόμου, κάπου δεκαοκτώ χιλιόμετρα από την Αλαπαγιέφσκη, υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο μετάλλου μ’ ένα λάκκο, βάθους εξήντα μέτρων, που είχαν διαλέξει οι οπαδοί των Τσεκά για το κτηνώδες τους σχέδιο.
Βρίζοντας, φωνάζοντας και χτυπώντας τους φυλακισμένους, οι εκτελεστές - ντόπιοι Μπολσεβίκοι - έριχναν τα θύματά τους σ’ αυτό το ορυχείο. Χωρίς να το γνωρίζουν, ένας χωρικός της περιοχής ήταν μυστικός μάρτυρας όλων όσων συνέβησαν. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν η πρώτη που την έριξαν μέσα στη σκοτεινιά του ορυχείου που έχασκε. Ο χωρικός είδε ότι αυτή προσευχόταν φωναχτά και έκανε το σταυρό της, ενώ επαναλάμβανε : «Ἄφες αὐτοῖς, Κύριε, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τους ἄλλους - που όλοι τους ήταν ζωντανοί ακόμα - τους εκσφενδόνισαν κάτω μετά από αυτήν. Αλλά ακριβώς προτού να τους σπρώξουν μέσα στο λάκκο, ο Μεγάλος δούκας Σέργιος είχε αρχίσει να παλεύει και αμέσως πυροβολήθηκε στο κεφάλι˙ ήταν νεκρός προτού το σώμα του φθάσει στον πάτο.
Τότε οι Τσεκά εκσφενδόνισαν χειροβομβίδες κάτω στο φρέαρ. Ο σκοπός τους ήταν να καλύψουν το λάκκο με χώμα για να προσποιηθούν ότι έγινε έκρηξη και να συγκαλύψουν το έγκλημα, αλλά μόνο ένα θύμα, ο Φιόντορ Ρεμέζ πέθανε από τις χειροβομβίδες˙ οι άλλοι πέθαναν με φρικτούς πόνους που προκαλούσαν η δίψα, η πείνα και τα τραύματα.
Η ίδια η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δεν έπεσε στον πάτο του λάκκου. Σε δεκαπέντε περίπου μέτρα βάθος, η πτώση της διακόπηκε από κορμούς ξύλων που προεξείχαν. Ο δούκας Ιωάννης έπεσε πάνω στην ίδια προεξοχή τραυματίζοντας το κεφάλι του. Η Μεγάλη δούκισσα, υποφέροντας η ίδια από τραύματα στο κεφάλι, προσέχοντας να μην πέσει, κατόρθωσε μέσα στο κατάμαυρο σκοτάδι να δέσει την πληγή του χρησιμοποιώντας το μοναχικό κάλυμα της κεφαλής της. Ανακουφίζοντας τον πόνο του άλλου, εκπλήρωσε το τελευταίο της έργο του ελέους πάνω στη γη. Αγαπούσε ιδιαίτερα το δούκα Ιωάννη - έμοιαζαν στο πνεύμα, ζούσαν και οι δύο για την αιωνιότητα - και ταίριαζε να είναι μαζί και στο θάνατο.
Ο χωρικός της περιοχής κατέθεσε ότι είχε ακούσει φωνές να βγαίνουν από το ορυχείο, που έψαλλαν το Χερουβικό Ύμνο από τη Θεία Λειτουργία. Την ψαλμωδία κατηύθυνε η Μεγάλη δούκισσα, που συνέχιζε να ψάλλει ύμνους και να λέει λόγους παρηγορίας στους άλλους μέχρι η ψυχή της ν’ αφήσει το σώμα της για να ανεβεί ψηλά, όπου χαιρετίσθηκε από άλλες, παραδείσιες μελωδίες, ενώ πάνω από το κεφάλι της έλαμπε το στέμμα της μάρτυρος.
Μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, η αυτοκρατορική οικογένεια εκτελέστηκε χωρίς πολλές διατυπώσεις στο υπόγειο του σπιτιού-φυλακής τους το Αικατερινβούργ και τα σώματά τους τα μετέφεραν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρέαρ ορυχείου για να απαλλαγούν απ’ αυτά.
Όταν τον Οκτώβριο ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Αλαπαγιέφσκη ανακάλυψε τα πτώματα. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν σοβαρά μωλωπισμένη : υπήρχε ένας μώλωπας στο μέγεθος παλάμης ενός ενήλικα στον αριστερό της κρόταφο˙ οι υποδόριοι ιστοί, οι μύες και ο κρανιακός θόλος είχαν επίσης μωλωπισθεί˙ τα οστά του κρανίου ήταν άθικτα. Δίπλα στη μάρτυρα βρίσκονταν δύο χειροβομβίδες που δεν είχαν εκραγεί˙ ο Παντοδύναμος δεν επέτρεψε το σώμα της εκλεκτής Του να κομματιαστεί. Στο στήθος της βρέθηκε μια εικόνα του Σωτήρος. Δεν ξέρουμε σίγουρα ποιός «τύπος» εικόνας ήταν, αλλά πολύ πιθανόν να ήταν η εικόνα με την οποία την είχε ευλογήσει ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ, όταν έγινε Ορθόδοξη˙ σκεπασμένη με πολύτιμους λίθους, έφερε την επιγραφή : «Κυριακή τῶν Βαΐων, 13 Απριλίου 1891», την ημερομηνία της μεταστροφής της. Την είχε κρύψει αυτή την εικόνα πάνω της για να μην την ανακαλύψουν οι πράκτορες των Τσεκά, και χωρίς αμφιβολία την κρατούσε σφιχτά κατά τη διάρκεια της μακράς επιθανάτιας αγωνίας. Τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού, ακριβώς όπως και της μοναχής Βαρβάρας και του δούκα Ιωάννη, ήταν κλεισμένα μαζί σαν να ήταν έτοιμα να κάνουν το σημείο του σταυρού, ή ίσως να τον είχαν ήδη κάνει προτού ο θάνατος να φέρει την ακαμψία στα απλωμένα χέρια τους.
Μετά από τη νεκροψία που έγινε από έμπειρους ιατρούς, έπλυναν τα σώματα με ευλάβεια, τα έντυσαν με λευκά σάβανα που ήταν καλυμμένα με επίστρωση κεριού και τα τοποθέτησαν σε απλά ξύλινα φέρετρα στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου στην Αλαπαγιέφσκη. Εκεί, έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και οι Ψαλμοί διαβάζονταν συνεχώς στους νεκρούς.
Μετά από μια ολονύκτια αγρυπνία στις 18 Οκτωβρίου, που αφιερώθηκε στους μάρτυρες, με τον αργό ρυθμικό χτύπο από τις καμπάνες και τον εθνικό Ύμνο που έπαιζε μια στρατιωτική μπάντα, τα φέρετρα μεταφέρθηκαν στην κρύπτη του καθεδρικού, στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας. Οι μάρτυρες όμως της Αλαπαγιέφσκης δεν επρόκειτο να βρούν την αιώνια ανάπαυση εδώ. Ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυε επιθέσεις, και έγινε επομένως επιτακτική η ανάγκη να μεταφερθούν τα λείψανα σε ασφαλέστερο μέρος.
Ο πατήρ Σεραφείμ τοποθέτησε τα οκτώ φέρετρα πάνω σ’ ένα φορτηγό τρένο την 1η Ιουλίου, 1919˙ προορισμός τους : η Τσίτα με τη σιδηροδρομική γραμμή του Ανατολικού Σιβηριανού. Έπειτα από ένα απίστευτα δυσχερές ταξίδι με το ίδιο φορτηγό αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν τα φέρετρα, έφθασαν τελικά τον Αύγουστο και με τη βοήθεια Ρώσων και Ιαπώνων αξιωματικών, ο πατήρ Σεραφείμ μετέφερε τα φέρετρα στη μονή της Αγίας Σκέπης.
Εδώ, τα φέρετρα ανοίχτηκαν. Το σώμα της αγίας Νεομάρτυρος Ελισάβετ δεν έφερε σημεία αποσύνθεσης. Οι μοναχές έπλυναν τα σώματα της Μεγάλης δούκισσας και της μοναχής Βαρβάρας και τα έντυσαν με μοναχικά ενδύματα. Μυστικά, για να μη μάθουν οι κομουνιστές τί συμβαίνει, ο πατήρ Σεραφείμ και οι δύο δόκιμοι μοναχοί του, έσκαψαν ένα μεγάλο, όχι πολύ βαθύ τάφο στο δάπεδο ενός από τα μοναχικά κελλιά, τοποθέτησαν αυτά τα οκτώ φέρετρα δίπλα-δίπλα, και τα σκέπασαν με ένα στρώμα από χώμα. Ο πατήρ Σεραφείμ τότε ζούσε σ’ αυτό το κελλί ο ίδιος, ένα είδος «φρουρού-προστάτη» των αγίων λειψάνων.
Πράγματι, σύμφωνα και με τη μαρτυρία της πρώην Μητέρας Βαρβάρας, ηγουμένης της Μονής Γεθσημανή στην Ιερουσαλήμ, η Αγία Ελισάβετ εμφανίστηκε στον πατέρα Σεραφείμ αρκετές φορές καθώς αυτός συνόδευε τα λείψανα των Μαρτύρων της Αλαπαγιέφσκης. Αλλά οι απειλές μιας επικείμενης προέλασης του Κόκκινου Στρατού σ’ αυτή την περιοχή δημιούργησαν την ανάγκη να μεταφέρουν και πάλι τα ιερά σώματα για να εμποδίσουν την κατάσχεση και τη βεβήλωσή τους. Αυτή τη φορά, όμως, θα τα μετέφεραν έξω από τη μητρική γη. Την 26η Φεβρουαρίου 1920, μέσα στο φοβερό παγετό του χειμώνα, έγινε η αναχώρησή τους.
Με μυστικότητα, τελικά, τα φέρετρα έφθασαν τον Απρίλιο στο Πεκίνο, όπου τα υποδέχτηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, όπου τα τοποθέτησαν προσωρινά σε μια από τις κρύπτες του κοιμητηρίου της ιεραποστολής. Η πριγκίπισσα Βικτωρία, όμως, κανόνισε ώστε τα δύο φέρετρα (της Μεγάλης δούκισσας και της αδελφής Βαρβάρας), να φύγουν από το Πεκίνο για το λιμάνι του Τιεντσίν και από εκεί να μεταφερθούν με πλοίο στη Σανγκάη και έπειτα στο Πόρτ Σάϊντ στην Αίγυπτο, όπου έφθασαν τον Ιανουάριο του 1921. Και όπως, είχε προγραμματισθεί, τα φέρετρα τα προϋπάντησαν στην Ιερουσαλήμ Ρώσοι και Έλληνες κληρικοί καθώς και Βρετανοί αξιωματούχοι, ο λαός του τόπου και Ρώσοι προσκυνητές που είχαν αποκλεισθεί παραμένοντας στους Αγίους Τόπους εξ αιτίας της Κομμουνιστικής Επανάστασης. Ο πατριάρχης Δαμιανός, βοηθούμενος από πολυάριθμους κληρικούς, τέλεσε την επίσημη επικήδεια ακολουθία. Ο Παλαιολόγος μαρτυρεί ότι δίπλα στο φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ, στα πόδια της, τοποθετήθηκε μία μικρή λειψανοθήκη που περιείχε τον καρπό του χεριού του συζύγου της, του Μεγάλου δούκα Σεργίου.
Το 1981 , η Σύνοδος των αρχιεπισκόπων και επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού όρισε όλοι οι μάρτυρες και ομολογητές της Ορθοδόξου Πίστεως, που είχαν υποφέρει στα χέρια των αθέων στη Ρωσία, να γραφούν στο ημερολόγιο των αγίων.
Η αγιοκατάταξη αυτή έγινε την 1η Νοεμβρίου 1981, στο Συνοδικό Καθεδρικό ναό της Παναγίας του Συμβόλου, στην πόλη της Νέας Υόρκης, που είναι έδρα του πρώτου ιεράρχη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού.
Αρκετούς μήνες πρίν από αυτό το γεγονός, οι τάφοι της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ και της υποτακτικής της, στην Ιερουσαλήμ, ανοίχτηκαν και εξετάστηκαν από μία ειδική εκκλησιαστική επιτροπή. Όταν, μάλιστα, ανοίχτηκε το φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ το δωμάτιο ξαφνικά πλημμύρισε από ευωδία, που κάποιος αυτόπτης μάρτυς περιέγραψε ως «ένα δυνατό άρωμα, από κάτι ανάμεσα στο μέλι και το γιασεμί». Τα λείψανα, ωστόσο, των δύο μαρτύρων ήταν μερικώς άφθαρτα. Τα πόδια και τα πέλματα της αγίας Ελισάβετ ήταν άθικτα, το ίδιο και ο εγκέφαλός της μέσα στο κρανίο. Το κεφάλι της αγίας Βαρβάρας ήταν καλά διατηρημένο. Και τα δύο ήταν ντυμένα με μαύρα ράσα, και το πρόσωπο της αγίας Ελισάβετ ήταν σκεπασμένο με ένα πέπλο. Ένας μεγάλος μοναχικός σταυρός, βρισκόταν πάνω στο στήθος της. Στο χέρι της κρατούσε κομποσχοίνι, και ένας απλός μεταλλικός σταυρός ήταν περασμένος στο λαιμό της. Επίσης υπήρχαν μερικές μεταλλικές εικόνες μέσα στο φέρετρο.
Πάντως, ο σημερινός Ορθόδοξος προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ θα γονατίσει φυσικά μπροστά στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και σε άλλους αγίου τόπους. Αλλά τώρα μπορεί επίσης να πάει και στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και να γονατίσει μπροστά στους τάφους των Αγίων Ελισάβετ και Βαρβάρας. Εδώ τα κεριά και οι ακοίμητες λαμπάδες καίουν συνεχώς και μέσα από το ευωδιαστό θυμίαμα, θα ακούσει τον αντίλαλο του ύμνου : Ἅγιες Νεομάρτυρες Μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ και Μοναχή Βαρβάρα πρεσβεύσατε τῷ Θεῷ ὑπέρ ἡμῶν!

«Είναι ευκολώτερο το αδύναμο άχυρο να αντισταθεί
στη δυνατή φωτιά,
παρά η φύση της αμαρτίας να αντισταθεί
στη δύναμη της αγάπης.
Εμείς πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτή την αγάπη
στις ψυχές μας,
για να μπορέσουμε να συγκαταριθμηθούμε
μαζί με όλους τους αγίους,
γιατί αυτοί ήταν σε όλα ευάρεστοι στο Θεό
μέσω της αγάπης τους προς τον πλησίον»

Αγία Ελισάβετ



[1] Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, ο Λένιν, περνώντας από ‘κεί, είδε το σταυρό. Τότε ζήτησε ένα σχοινί, έκανε μια θηλειά, την έριξε πάνω στο σταυρό, και με τη βοήθεια των συντρόφων του, τράβηξε το σταυρό κάτω και τον κατέστρεψε.

῾Η ῾Οσία ᾿Ισιδώρα ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ*

Μνήμη αὐτῆς: 1η Μαΐου


ΣΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Παχωμίου στὴν Ταβέννησι ἔζησε ἄλλη μιὰ Μοναχή,ἡ ᾿Ισιδώρα, ποὺ ὑποκρινόταν ὅτι ἦταν τρελλὴ καὶ δαιμονισμένη γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Τόσο πολὺ τὴ σιχάθηκαν οἱ ἄλλες, ποὺ δὲν ἔτρωγαν μαζί της,
πράγμα ποὺ ἡ ἴδια εἶχε διαλέξει. Τριγύριζε στὴν κουζίνα, ἔκανε κάθε
εἴδους ἀγγαρεία καὶ ἦταν, ὅπως λένε, τὸ σφουγγαρόπανο τοῦ Μο-
ναστηριοῦ, ἐφαρμόζοντας στὴν πράξη τὸ ρητό· «῞Οποιος ἀπὸ σᾶς
νομίζει πὼς εἶναι σοφὸς μὲ τὰ μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἄς γίνει
μωρός, γιὰ νὰ γίνει πραγματικὰ σοφός».
῾Υπηρετοῦσε τὴ Μονὴ ἔχοντας δέσει στὸ κεφάλι της ἕνα κουρέλι,
ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες ἔχουν κόψει σύρριζα τὰ μαλλιά τους καὶ φοροῦν
κουκοῦλλες. Καμμιὰ ἀπὸ τὶς τετρακόσιες Μοναχὲς δὲν τὴν εἶδε ποτὲ νὰ τρώει κανονικὰ οὔτε μιὰ φορὰ στὴ ζωή της. Σκούπιζε τὴν τραπεζαρία καὶ
ἔπλενε τὶς κατσαρόλες· τὰ ψίχουλα καὶ τὰ περισσεύματα τῆς ἦταν
ἀρκετά, γιατὶ ποτὲ δὲν κάθησε σὲ τραπέζι οὔτε ἄγγιξε κομμάτι
ψωμί. Δὲν ἔβρισε ποτὲ κανέναν, δὲν βαρυγκόμησε, δὲν ξεστόμισε περίσ-
σια λόγια, παρόλο ποὺ καὶ τὴν χαστούκιζαν καὶ τὴν ἔβριζαν καὶ τὴν
καταριόντουσαν καὶ τὴν ἔφτυναν.
* * *
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ῎Αγγελος στὸν ἅγιο Πιτηροῦμ, ἄνδρα δοκιμασμένο στὴν ἀρετή, ποὺ ἀσκήτευε στὸ βουνὸ Πορφυρίτη, καὶ τοῦ λέει·«Γιατί καυχιέσαι ὅτι εἶσαι εὐλαβὴς καὶ μένεις σὲ τέτοιο τόπο; Θέλεις νὰ γνωρίσεις μιὰ γυναίκα ποὺ εἶναι πιὸ εὐσεβὴς ἀπὸ σένα; Πήγαινε στὸ γυναικεῖο Μοναστήρι τῶν Ταβεννησιωτῶν καὶ θὰ βρεῖς ἐκεῖ μιὰ Μοναχὴ ποὺ φοράει στέμμα στὸ κεφάλι της. Αὐτὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ σένα. Μὲ τόσο πλῆθος ἀντιμάχεται καὶ ἡ καρδιά της ποτὲ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Σὺ κάθεσαι ἐδῶ καὶ ὁ νοῦς σου πλανιέται στὶς πόλεις».
῎Ετσι αὐτός, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ κελλί του, σηκώθηκε
καὶ πῆγε ὡς ἐκεῖ καὶ παρακάλεσε τοὺς πνευματικοὺς νὰ τοῦ ἐπιτρέ-
ψουν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Μοναστήρι τῶν γυναικῶν. ᾿Επειδὴ ἦταν φημι-
σμένος καὶ Γέροντας, τοῦ δόθηκε ἡ ἄδεια.
῞Οταν μπῆκε μέσα, ζήτησε νὰ δεῖ ὅλες τὶς Μοναχές, ἐκείνη ὅμως
δὲν παρουσιαζόταν. Τελικὰ τὶς λέει· «Φέρτε μού τες ὅλες, λείπει μία».
Τοῦ ἀπαντοῦν· «῾Υπάρχει μιὰ ἀκόμη στὴν κουζίνα, εἶναι σαλή», ἔτσι
ἀποκαλοῦν αὐτὲς ποὺ ἔχουν μέσα του τὸ δαιμόνιο. Τὶς λέει· «Νὰ μοῦ
τὴν φέρετε καὶ αὐτή. ᾿Αφῆστε με νὰ τὴν δῶ». Πηγαίνουν καὶ τὴ φωνάζουν, ἐκείνη ὅμως δὲν ὑπάκουσε εἴτε ἐπειδὴ κατάλαβε τί πρό-
κειται νὰ γίνει εἴτε γιατὶ τῆς ἀποκαλύφθηκε. Τὴ σέρνουν λοιπὸν μὲ
τὴ βία καὶ τῆς λένε· «῾Ο ἅγιος Πιτηροῦμ θέλει νὰ σὲ δεῖ», ἦταν
βέβαια ξακουστός.
ΟΤΑΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ, διέκρινε ὁ ῞Αγιος τὸ κουρέλι στὸ μέτωπό
της [τὸ «στέμμα» της], τῆς πρόσπεσε καὶ εἶπε· «Εὐλόγησέ με».
῞Ομοια καὶ ἐκείνη ἔπεσε στὰ πόδια του λέγοντας· «Σὺ νὰ μὲ εὐλογή-
σεις, Κύριε».
Κατάπληκτες ὅλες τοῦ λένε· «᾿Αββᾶ, μὴ ξευτελίζεσαι, εἶναι σαλή».
Τὶς ἀποστομώνει ὁ Πιτηροῦμ· «᾿Εσεῖς εἶστε σαλές, αὐτὴ εἶναι δική μου
καὶ δική σας ᾿Αμμᾶ», ἔτσι ἀποκαλοῦν τὶς πνευματικὲς Μητέρες, «καὶ
εὔχομαι νὰ βρεθῶ ἀντάξιός της τὴν ἡμέρα τῆς κρίσης».
᾿Ακούγοντας αὐτὰ οἱ Μοναχὲς ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ ἐξομολο-
γοῦνταν ἡ κάθε μιά τους τὶς προσβολὲς ποὺ τῆς ἔκανε· μιὰ εἶπε ὅτι
τὴν περιέλουσε μὲ τὰ βρωμόνερα τῶν πιάτων, ἄλλη πὼς τὴν χτύ-
πησε μὲ γροθιές, κι ἄλλη ὅτιτῆς πασάλειψε τὰ ρουθούνια μὲ σινάπι.
῞Ολες ὁμολόγησαν τὶς προσβολὲς ποὺ ἔκαναν σὲ βάρος της. ῾Ο
ἅγιος Πιτηροῦμ προσευχήθηκε γιὰ χάρη τους καὶ ἔφυγε.
Κάμποσες μέρες κύλισαν καὶ ἡ σαλὴ μὴν ἀντέχοντας τὶς δόξες καὶ
τὶς τιμὲς τῶν ἀδελφῶν της καὶ ἐπειδὴ βαρέθηκε τὶς συγγνῶμες
τους, ἐγκατέλειψε τὸ Μοναστήρι κρυφά. Κανένας δὲν ἔμαθε ποῦ
πῆγε, ποῦ κρύφθηκε ἤ πῶς πέθανε.
_
(*) Δημητρίου Τσάμη, Μητερικόν, τ. Αʹ, σελ. 130-135, Θεσσαλονίκη 1990.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

«Το σπουργιτάκι του Θεού» (Στέλλα Μιτσακίδου)

Την 3η Ιουνίου 2005 φονεύθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα η αγαπητή μας Στέλλα, που είχε στοιχεία «κατά Χριστόν σαλότητος», με μια εσωτερική ζωή του πνεύματος.

Ήταν με την θέλησή της άστεγη, ζούσε στους δρόμους, κοιμόταν τα βράδυα, χειμώνα-καλοκαίρι, στα παγκάκια, στα υπόστεγα και τα σαλόνια των Νοσοκομείων, αλλά ήταν γεμάτη αγάπη προς τον Θεό, τους αγίους και τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Τα ρούχα της ήταν πάντα καθαρά. Τις οικονομίες της τις διέθετε για αγαθοεργούς σκοπούς. Δεν ήθελε να την επαινή κανείς, και όταν την επαινούσαν, έκανε την «χαζή».

Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, είχε λάβει μια καλή παιδεία, χειριζόταν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, καθώς επίσης εγνώριζε την γαλλική γλώσσα και τελευταία προσπαθούσε να μάθη και ιταλικά.

Ο τρόπος εξόδου της από την ζωή αυτή έγινε όπως το ήθελε. Με μαρτυρικό θάνατο, άγνωστη εν μέσω αγνώστων. Κανείς δεν την ανεγνώρισε. Την ενταφίασαν χωρίς εξόδιο ακολουθία, γιατί δεν γνώριζαν τα στοιχεία της. Όλα αυτά με θαυμαστό τρόπο έγιναν γνωστά μετά από έναν χρόνο. Τότε έγινε και η κηδεία της. Αξιώθηκα να της κάνω και το μνημόσυνό της. Μετά το μνημόσυνό της, στο αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής Πελαγίας, η κ. Μηλίτσα Πισιμίση-Λουκίδου, νομικός, και η κ. Χρυσούλα Μαντά, οδοντίατρος, μας διηγήθηκαν τα σχετικά με την Στέλλα που ήταν πράγματι άνθρωπος του Θεού.

Στο τεύχος αυτό δημοσιεύουμε ένα κείμενο της κ. Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, που γράφηκε με την συνεργασία και της κ. Χρυσούλας Μαντά και παρουσιάζει ένα τμήμα της ευλογημένης ζωής της, και στο επόμενο τεύχος θα δημοσιεύσουμε τις αναμνήσεις των Μοναχών της Ιεράς Μονής Πελαγίας για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι του Θεού», την άγνωστη στον κόσμο, αλλά γνωστή στον Θεό, που έζησε «μόνη μόνω Θεώ». Νομίζω ότι η διήγηση αυτή θα βοηθήση τους ανθρώπους που ζουν με τον άκρατο ευδαιμονισμό, με αγχώδη νοοτροπία και διαρκώς παραπονούνται για πράγματα τα οποία θα ήθελαν να έχουν.

Στην περίπτωσή της ισχύει ο λόγος του Χριστού: «εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά• ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών;» (Ματθ. ς, 26).

Τελικά, ο άνθρωπος δεν «είναι» αυτό που «έχει», αλλά «έχει» αυτό που «είναι».

Η αείμνηστη Στέλλα, που είχα την εξαιρετική ευλογία να γνωρίσω, είναι μια θετική διαμαρτυρία για κάθε «ασφαλισμένο».



+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος



***

«Το σπουργιτάκι του Θεού»

της Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικού-Υπαλλήλου Υπ. Εργασίας



Με την Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στην Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι την διέταζαν και αυτή υπήκουε άμεσα και με χαμόγελο. Στέλλα, εδώ, Στέλλα, εκεί. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της.

Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το «Δόξα σοι, ο Θεός».

Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μας ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλωσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε.

«Δόξα σοι, ο Θεός» άκουγες συχνά από το στόμα της.

Η Σοκολατοποιΐα αυτή έκανε διάφορα είδη σοκολατάκια. Τα δεύτερης κατηγορίας τα εξήγαγε σε χώρες της Αφρικής. Αυτό στενοχωρούσε την Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε που εργαζόμασταν στην συσκευασία μαζί, θυμάμαι την Στέλλα πάνω από τα κουτιά συγκεντρωμένη να εύχεται «για τα αραπάκια που θα έτρωγαν τα σοκολατάκια».

Σε οποιαδήποτε αδικία που συνέβαινε στο χώρο της εργασίας –μας «τρώγανε» μεροκάματα– δεν απαντούσε, δεν κατέκρινε, δεν αντιδρούσε. Εκείνη την περίοδο η Στέλλα ήταν για μένα ένα λιμανάκι θαλπωρής, εγώ αντιδρούσα σε κάθε αδικία. Εκείνη στα σχόλιά μου απαντούσε με ένα γέλιο, με μια λέξη «Α! Μηλίτσα». Δεν την θυμάμαι ποτέ να έβαλε ένα σοκολατάκι στο στόμα της (υπενθυμίζω ότι εργαζόμασταν σε εργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Αν και οι πιο πολλοί εργαζόμενοι την θεωρούσαν «χαζή», εντούτοις την σέβονταν και διερωτώντο πως κατόρθωνε να εργάζεται τόσο αποτελεσματικά.

Η Στέλλα δεν συμμετείχε σε συζητήσεις που κάναμε• ήταν μαζί μας, αλλά συγχρόνως μακριά από σχόλια, μακριά από περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, όταν την ρωτούσαν να πη τη γνώμη της, έκανε την παλαβή. Το είχα προσέξει ότι το έκανε επίτηδες. Για όλα τα του κόσμου ήταν τρελή, παλαβή, όταν όμως της ζητούσες βοήθεια στην εργασία, τα χεράκια της κινιόντουσαν με στοργή να βοηθήσουν, ει δυνατόν και να δουλέψουν για σένα.

Μέσα σʼ αυτό το περιβάλλον γνωριστήκαμε. Την σεβόμουν τόσο που ποτέ δεν την ρώτησα για την προσωπική της ζωή. Από μόνη της μου είπε ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όλοι όσοι την γνώριζαν την χαρακτήριζαν λίαν επιεικώς «τρελή», ενώ εγώ ένιωθα ότι κάνουν λάθος. Η αλήθεια είναι ότι πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η Στελλίτσα ήθελε να την θεωρούν «τρελή». Κάποιες φορές τύχαινε να είμαστε οι δυό μας και να μιλάμε φυσιολογικά και όταν πλησίαζε κάποιος άρχιζε και έλεγε άλλα αντί άλλων. Εμένα μου δημιουργούσε αίσθημα γαλήνης και με άφηναν αδιάφορη οι κρίσεις των άλλων.

Στο εργοστάσιο αυτό της Σοκολατοποιΐας εργάσθηκα για λίγο χρονικό διάστημα. Την Στελλίτσα την συναντούσα συχνά στους δρόμους και πάντα είχε στην καρδιά της, στα χείλη της την ευχή. Συνήθιζε να την λέη εκφώνως, αλλά πολύ σιγά. Που και που ερχόταν στο σπίτι μου. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.

Τα χρόνια πέρασαν, την έχασα, μα πάντα την θυμόμουν με μια γλυκειά ανάμνηση και νοσταλγία.

Μετά παντρεμμένη πια θα την συναντούσα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Είχαμε πάει με τον άνδρα μου και θα διανυκτερεύαμε στην Μονή για την πρωϊνή Θεία Λειτουργία. Οι μοναχές με πολλή στοργή και ευγένεια μου ζήτησαν συγγνώμη, επειδή λόγω των οικοδομικών εργασιών δεν είχαν χώρο να με φιλοξενήσουν και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστώ το κελλί, όπου εφιλοξενείτο «μια ιδιόρρυθμη γυναίκα». Δέχθηκα. Με οδήγησαν στο κελλί, όπου με κατάπληξη διεπίστωσα ότι «η ιδιόρρυθμη γυναίκα» ήταν η στοργική μου Στελλίτσα, που είχα χρόνια να την ιδώ. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Μείναμε αγκαλιασμένες για αρκετή ώρα και ξαφνικά ακούω τις αδελφές να φωνάζουν: «Ελάτε, Γερόντισσα, να δήτε την Στελλίτσα με την Μηλίτσα αγκαλιά». Όλοι χαρήκαμε. Εκείνο το βράδυ η Στελλίτσα έκανε σαν παιδάκι από την χαρά της. Χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, σταυροκοπιόταν...

-Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα που παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα για να παντρευτής. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι που υποφέρεις από τα ποδαράκια σου. Ξέρω έχεις πρόβλημα. Υπομονή, προσευχή. (Υπʼ όψιν ότι η Στελλίτσα δεν γνώριζε ότι μου είχε εμφανισθή ένα χρόνιο επώδυνο πρόβλημα υγείας στα πόδια μου). Ο άνδρας σου θʼ αλλάξη χώρο, μην ανησυχής, θα είναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, αναγκάσθηκε να μεταφέρη σε άλλο χώρο το κτηνιατρείο του).

Εκείνο το βράδυ ειπώθηκαν πολλά. Την άλλη μέρα και ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ο,τι είχα αντιληφθή γιʼ αυτήν, ότι επρόκειτο για αγία ψυχή... Τήν επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινής. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πη τίποτε. Κι όμως το ήξερε...

Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πη: «Δεν αντέχω την τιμή που μου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δης• τελευταία με έβαλε να φάω μαζί τους• με τις αγίες ψυχές! Ποιά είμαι εγώ… Πω, πω, πω, Μηλίτσα!».

Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μας τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω να τη δω δεν πρέπει να μιλώ γιʼ αυτήν.

Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη, από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθή με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε.

Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνη στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού.

Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε και όταν της μιλούσε δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώη αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη με ένα αδιάκοπο «σʼ ευχαριστώ, σʼ ευχαριστώ».

Πολλές φορές το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνη αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή. Σιγά-σιγά αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στην δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.

Κάποια φορά, ενώ την σκεπτόμουν με συμπόνοια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους» ξαφνικά με κοιτάζει και μου λέει: -«Μη στενοχωριέσαι, θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη. Ξέρεις εκεί στα παγκάκια ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράπτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μ. Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου, χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο Ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό την σκέπη της Παναγίας μας».

Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των Ιατρείων του Δήμου. Την είδαν οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή:

«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ. Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα Ιατρεία που λούστηκα είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με».

Διοικητής: «Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστής να προσέξης να μη σε δουν. Άντε στο καλό».

Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.

Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε προσποιόταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς, που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά, όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε τα «παλαβά» της.

Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6,30-7π.μ.) την συναντούσα να βγαίνη από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθή στο σπίτι μας μου ομολόγησε: Αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε. Καθʼ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα. Την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής: Μια φορά της Αγίας Παρασκευής πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο, τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατή με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάη τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε.

Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθη και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.

Κάποτε είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων και ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα «στον κόσμο της» ψιθύριζε την ευχή και συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα έλεγε τι συμβαίνει με αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα η τους χαμογελούσε. Πάντα όμως συγκεντρωμένη στην ευχή. Οι πιο πολλοί την θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν.

Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωΐ βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο. Ξαφνικά γύρω στο μεσημέρι ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρτο. Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ». Τα έχασα. Στην ερώτηση ποιός της είπε να μου το φέρη στην αρχή ψέλλισε «η Παναγία», μετά άρχισε τα δυσνόητα, τα «παλαβά» της. Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το μοναστήρι και παρίστανε το γενέσιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνη λίγο κοντά μου να ξεκουραστή, να πιή κάτι, να δροσιστή κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάη για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθη, κανείς, κανείς». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ θέλω να το μάθω. Θέλω να μάθω το φευγιό σου». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάη για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά με κοιτάζει με ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθης, θα το μάθης».

Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίση τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθή να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από την βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνη το: «Ζη Κύριος ο Θεός».

Εν όψει αυτού του προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα, να της παραχωρήση ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάϊο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγη από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.

Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθή. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα η Χρυσούλα και εγώ για να μάθουμε για την Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρήτε». Εμείς όμως πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.

Μετά το Πάσχα του 2006 ένα βράδυ, πολύ αργά και ενώ η οικογένειά μου είχε αποκοιμηθή, ξάπλωσα κι εγώ και αποκοιμήθηκα αμέσως, πράγμα παράδοξο για μένα, και ξύπνησα αμέσως (το διεπίστωσα βλέποντας το ξυπνητήρι) από ένα δυνατό όνειρο: Είδα την Στελλίτσα κάτω από ένα ωραίο δένδρο, όρθια να ακουμπάη ελαφρά στον κορμό του, σε νεανική ηλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απέραντη θαλπωρή. Ένιωσα την ψυχή μου να βγάζη μια ουρανομήκη κραυγή, που αισθανόμουν να μου ξεσχίζη το στέρνο: «Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου...» Κι έτρεξα να την αγκαλιάσω, προτείνοντας τα χέρια μου, αλλά όταν έφτασα στο δένδρο εξαφανίστηκε και στην θέση της έκαιγε μια ολόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, που έχυνε γύρω ένα υπέροχο φως και η φλόγα της ανέβαινε ολόϊσα στον ουρανό. Αμέσως βλέπω στο χώμα, δίπλα στη λαμπάδα, ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε ένα εξαιρετικά κακοποιημένο σώμα σαν από τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα.

Ένα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε το είναι μου: «Η Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη από αμφιθυμία αισθημάτων: Χαρά μεγάλη από την παρουσία της Στέλλας και το φως της λαμπάδας και φόβο από την φωτογραφία της εφημερίδας. Ήθελα να ξυπνήσω τον Δημήτρη, τον άνδρα μου, να του πω για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι», όπως τη λέγαμε, όχι μόνον επειδή ζούσε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», αλλά και επειδή το βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό όμως με απέτρεψε να τον ξυπνήσω. Την επομένη τηλεφώνησα στην Γερόντισσα και στην Χρυσούλα και τους είπα το όνειρο. Και οι δυό μου συνέστησαν να ψάξουμε για την Στέλλα. Από εκείνη την στιγμή άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεία....

Η Χρυσούλα έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου 2005 και ώρα 6,10 μ.μ. κοντά στο σπίτι της σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό μία γυναίκα αγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δεν έχουν όνομα!). Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Στελλίτσα. Ενώ διέσχιζε τον δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο με οδηγό αξιωματικό του στρατού, ο οποίος έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Την συνέθλιψε. Μόνο το προσωπάκι της ήταν ευδιάκριτο (όπως έδειξαν οι φωτογραφίες της Τροχαίας).

Η Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τις 18 Ιουνίου 2005 στο Νοσοκομείο «Ασκληπιείον» και μετά το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Νεκροτομείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι τις 20 Ιουλίου 2005, οπότε και δόθηκε για ενταφιασμό. Το Γραφείο που την ενταφίασε μας πληροφόρησε ότι Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν εψάλη, μόνο ένα Τρισάγιο επί του τάφου.

Πρέπει να τονισθή ότι όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με την ανεύρεσή της, στην προσευχή μας της μιλούσαμε και της λέγαμε: «Εάν μας ακούς, εάν έχης παρρησία στο Θεό, οδήγησέ μας, βοήθησέ μας». Και πράγματι μας βοήθησε και φθάσαμε μέχρι τον χορταριασμένο «ανύπαρκτο» τάφο της, στην ανατολική άκρη του Νεκροταφείου του Ζωγράφου, με το νούμερο 8915.

Την ημέρα της αποδόσεως της εορτής του Πάσχα, ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, εψάλη η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Στέλλας, στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου συνήθιζε να εκκλησιάζεται κατά την Πασχάλιο Περίοδο. Ο Ιερέας είπε για την Στέλλα: «Έκανε τα παλαβά της, αλλά έλεγε σωστά πράγματα και πάντα ερχόταν γεμάτη τρόφιμα για τους πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα για την Θεία Λειτουργία... Μάλιστα έχει παραγγείλει να αγιογραφηθή η Αγία Μαρίνα στον Ναό μας.....».

Στις 3 Ιουνίου 2006 έγινε το ετήσιο μνημόσυνό της χοροστατούντος του λίαν προσφιλούς της Επισκόπου, π. Ιεροθέου, στο Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ( Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο.

Σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις μου είπε: «Νιώθω γεμάτη από αυτή τη ζωή. Όλα μου τα έχει δώσει ο Κύριος. Μόνο μια επιθυμία μου δεν έχει εκπληρωθή: Ήθελα να βαπτίσω δυό παιδάκια, που να τους έδινα το όνομα του Αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας μας, αλλά κανείς δε με θέλησε για κουμπάρα». Όταν της πρότεινα ότι θα προσπαθήσω να βαπτίσω εγώ τα δυό παιδάκια στη θέση της και μάλιστα, όταν μεγαλώσουν θα τους μιλήσω για την «πραγματική νονά τους», καταχάρηκε και αναφώνησε: «Τώρα ησύχασα. Είμαι έτοιμη να φύγω».–



ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ



Οι κατά Χριστόν σαλοί ανήκαν σε μια κατηγορία ανθρώπων που αποφάσιζαν να ακολουθήσουν μια δύσκολη οδό. Ζώντες στις πόλεις, προσεποιούντο τον τρελλό. Έκαναν πράξεις που θα έκανε ένας τρελλός, αλλά όμως οι πράξεις αυτές είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κατά Χριστόν σαλοί είχαν σε ύψιστο βαθμό νοερά ενέργεια, είχαν ακόμη σώας τας φρένας, διάλεγαν όμως έναν σκληρό δρόμο και τρόπο ζωής.....

Η ζωή των κατά Χριστόν σαλών ήταν μια τελεία, ίσως και ακραία εφαρμογή της μωρίας κατά Χριστόν, που είναι η πεμπτουσία όλου του πνεύματος του Ευαγγελίου. Δεν μπορούν, βέβαια, όλοι να παριστάνουν τον κατά Χριστόν σαλό, όπως το είδαμε προηγουμένως, γιατί αυτό είναι ένα ιδιαιτερο χάρισμα και μια ιδιαίτερη ευλογία του Θεού, αλλά όλοι μπορούν να βιώσουν την κατά Χριστόν σαλότητα σε μετριότερη μορφή και ανάλογη προσαρμογή. Και αυτό γίνεται αντιληπτό από το ότι η ζωή που έχει η Εκκλησία, ζωή της αγάπης, της πίστεως, της εγκρατείας αποβλέπει και εμπνέεται από ένα άλλο πολίτευμα, που είναι σαφώς αντίθετο από τα ανθρώπινα πολιτεύματα. Όλη αυτή η ζωή που έχει η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνη εύκολα αντιληπτή από τους ανθρώπους, που κέντρο τους έχουν την λογική και τις αισθήσεις. Η χριστιανική ζωή, χωρίς να καταργή την λογική και τις αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές.



--------------------------------------------------------------------------------

Η ταπεινή προσκυνήτρια



Το κύριο θέμα στο προηγούμενο τεύχος της Παρέμβασης ήταν για «το Σπουργιτάκι του Θεού», την Στέλλα Μιτσακίδου. Η Στέλλα επισκεπτόταν συχνά το Μοναστήρι Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Για τον λόγον αυτό ζητήσαμε από τις αδελφές του μοναστηριού να μας μιλήσουν από την πλευρά τους για όσα αντελήφθησαν από την μυστική και πολύτιμη ζωή της Στέλλας και μας απέστειλαν το κείμενο που δημοσιεύουμε στην συνέχεια.



Με αφορμή των όσων ελέχθησαν στην Σύναξη του Σαββάτου, στο Αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής, στις 3 Ιουνίου, αναβίωσαν στην μνήμη μας οι αναμνήσεις και πολλά γεγονότα από την ζωή της μακαριστής Στέλλας, της ταπεινής προσκυνήτριας της Παναγίας του Μοναστηριού μας. Δεν ήταν σαν τους πολλούς προσκυνητές, που έρχονται και παρέρχονται, αλλά σαν αυτούς, τους αληθινούς, που είναι όπως τους θέλει ο Θεός και Τον προσκυνούν «εν Πνεύματι και αληθεία».

Την γνωρίζαμε 19 χρόνια, από τότε που εγκαταβιώσαμε στο Μοναστήρι. Ερχόταν ανελλιπώς στην Πανήγυρη της Μονής, αρκετές ημέρες νωρίτερα, αλλά και άλλες φορές. Κάποτε χανόταν για ένα χρονικό διάστημα και πάλι εμφανιζόταν. Επισκεπτόταν Μοναστήρια και Ιερά Προσκυνήματα, της άρεσε να πηγαίνη εκδρομές και ταξίδια. Δεν άφηνε προσκύνημα, ούτε και Μοναστήρι που να μην το έχη επισκεφθή. Πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα, στην Παναγία την Φανερωμένη στην Σαλαμίνα, στην Τήνο, στην Πάτμο, στην Μυτιλήνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Μικρά Ασία, στους Αγίους Τόπους, στο Σινά, στην Ρωσία, στην Ιταλία και παρ' ολίγο και στην Κορέα.

Στο Μοναστήρι μας έφθανε πάντα κουρασμένη και καταϊδρωμένη, πεζή από την εθνική οδό τις περισσότερες φορές. Ήθελε να περπατάη και να προσεύχεται καθ' οδόν. Χτυπούσε πολύ δυνατά το καμπανάκι της πόρτας μ' έναν δικό της τρόπο που, πριν την δούμε, καταλαβαίναμε όλες ότι έφθασε η Στέλλα. Την υποδεχόμασταν με πολλή χαρά και αφού πρώτα προσκυνούσε στον Ναό, έπειτα κατευθυνόταν στον ξενώνα όπου εκεί είχε φτιάξει την δική της γωνιά. Είχε συγκεντρωμένες τις αποσκευές της, ο,τι αγόραζε από τα Προσκυνήματα και τις εκδρομές, τα βιβλία της, Αγία Γραφή, βίους αγίων, κασέτες με κηρύγματα και ψαλμωδίες, ένα μικρό κασετόφωνο, που ήταν μονίμως χαλασμένο, κλωστές, καρφίτσες και βελόνες για την ραπτική της.

Άστεγη καθώς ήταν τα τελευταία χρόνια, δίχως νοικοκυριό, χαιρόταν που κρεμούσε στον τοίχο τις εικόνες της και μπορούσε να ράψη πάνω στο κρεβάτι της καλύτερα απ ο,τι στα παγκάκια και στις σκάλες, η στα σαλόνια των Νοσοκομείων όπου συνήθιζε να ράβη και να κοιμάται. Είχε μαζί της μια κατσαρόλα και ελάχιστα, μηδαμινά σκεύη κουζίνας και χαιρόταν αφάνταστα που της επιτρέπαμε, όταν ήθελε, να μαγειρέψη μόνη της, όπως αυτή ήθελε, τον δικό της τραχανά, που είχε αγοράσει, στα δικά της σκεύη και να βράση μόνη της τα χόρτα που μάζευε γύρω από το Μοναστήρι. Έλεγε με ευχαρίστηση: «Σας ευχαριστώ, γιατί μ'αφήνετε να αισθάνoμαι κι'εγώ σαν νοικοκυρά!».

Σε μια ξεχωριστή τσάντα είχε ''τα της θανής της'' δηλαδή, ένα σάβανο, που το είχε αγοράσει από τα Ιεροσόλυμα και καθαρά καινούρια ρούχα, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω του ξαφνικού της θανάτου.

Θυμόμαστε την σκηνή που έπαιρνε ευχή από την Γερόντισσα και συγχρόνως η Γερόντισσα την ασπαζόταν στο κεφάλι και της έλεγε: «Μπορείς να μείνης, Στέλλα, όσο θέλεις». Αυτή ήταν εκείνη την στιγμή σαν ένα μικρό, φρόνιμο, υπάκουο και ταπεινό παιδάκι. Δεν ήξερε πως να εκφράση την ευχαρίστησή της. Η Γερόντισσα της ζητούσε να προσεύχεται για όλη την αδελφότητα και εκείνη απαντούσε: «Μάλιστα, μετά χαράς. ''Φωτεινης μοναχής και της συνοδείας αυτής''. Το γράφω παντού, όπου πηγαίνω». Επίσης όταν της ζητούσαμε να ψάλλη κάτι, αν ήθελε, τότε έσκυβε λίγο το κεφαλάκι της και έψαλε με την γλυκειά και κατανυκτική φωνή της στην Γερόντισσα, σε τρίτο ήχο, το απολυτίκιο της αγίας Φωτεινής, της Σαμαρείτιδος. «Θείω Πνεύματι καταυγασθείσα και τοις νάμασι καταρδευθείσα, παρά Χριστού του Σωτήρος Πανεύφημε...».

Μέσα στον ξενώνα καθόταν πολλές ώρες. Έλεγε την ευχή, διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα βιβλία, έψαλε ύμνους στην Παναγία και απολυτίκια αγίων. Διάβαζε και έψαλε σωστά και με ευκρίνεια. Επανελάμβανε με όλη την δύναμη της ψυχής της πολλές φορές το «Θεοτόκε Παρθένε...», το «Γενηθήτω το θέλημά Σου Κύριε» και την αγαπημένη της δοξολογία που ήταν το :«Δοξασμένο το όνομά σου Κύριε». Της άρεσε πολύ να ψάλλη το απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως. Αγαπούσε πολύ την Παναγία. Προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Μερικές φορές μιλούσε μόνη της σαν να είχε κάποιον δίπλα της.

Και φυσικά ο πιο ειλικρινά "δίπλα της" γι'αυτήν ήταν ο Θεός στον Οποίο και απευθυνόταν με απλότητα και πολλή πίστη για όλα τα θέματα ακόμη και για τα πιο απλά.

Μια χειμωνιάτικη, παγερή ημέρα κάποια αδελφή περνούσε έξω από τον χώρο της και την άκουσε να φωνάζη και να λέη: «Χριστέ μου κρυώνω!!...κρυώνω Χριστέ μου!». Βέβαια είχε θέρμανση για "όσο ήθελε''.

Ήταν αξιοθαύμαστη η αφοσίωσή της και η αγάπη της στον Θεό. Ένας άνθρωπος με τόσα προβλήματα και στερήσεις, χωρίς σπίτι, μόνη και σε τέτοια ηλικία να προσεύχεται και να υμνή έτσι τον Θεό! Και χωρίς υποσχέσεις, χωρίς Σχήμα και κουρά, χωρίς δικό της κελλί.. Είχε εσωτερική εργασία, σταυρική πορεία και ήταν παραδομένη στο θέλημα του Θεού.

Ήταν πάντα πολύ πρόθυμη να σκουπίζη την αυλή, να μαζεύη τα χαρτάκια και τα σκουπίδια με τα χέρια της. Ιδιαίτερα την ευχαριστούσε να εργάζεται στον Ναό. Έκαμνε τέλεια την εργασία που της ανέθετες. Γυάλιζε με μεγάλη επιμέλεια τα μπρούτζινα σκεύη. Στην προτροπή μας να μη κουράζεται και να τελειώνη σύντομα απαντούσε « ο,τι γίνεται στο Μοναστήρι πρέπει να γίνεται τέλεια, γιατί εδώ είναι το σπίτι της Παναγίας». Την ώρα της εργασίας προσευχόταν η έψαλε.

Ήταν πολύ ευγνώμων. Όταν της προσφέραμε, φαγητό η κάποιο άλλο κέρασμα μας έδινε πολλές ευχές :«Καλό Παράδεισο, ο Θεός να είναι μαζί σας, σας ευχαριστώ πολύ, εσείς είσθε άξιες να Τον υπηρετήτε». Δεν ήξερε επίσης με ποιόν τρόπο να ευχαριστήση την αδελφή όταν της έκοβε κάποιο ύφασμα και της έκανε πρόβα για να το ράψη έπειτα η ίδια της και άλλη αδελφή όταν της έκοβε τα μαλλιά η της διόρθωνε το χαλασμένο κασσετόφωνο. Μας ζητούσε συγγνώμη εάν μας λύπησε με κάτι. Ήταν πολύ ευαίσθητη και δεν ήθελε να μας κουράζη.

Σε μια αδελφή, που της ζήτησε να προσεύχεται για μας, εκείνη απάντησε: «Ο Θεός θέλει να κάνουμε υπακοή!».

Όταν έμαθε ότι κάποια αδελφή έπρεπε να χειρουργηθή και ετοιμάζεται για το Νοσοκομείο, ζήτησε να την δη και της έδινε εγκάρδιες και ενθαρρυντικές συμβουλές και πολλές ευχές. «Μην ανησυχείτε, αδελφή, δεν είναι τίποτε, κάνετε υπομονή και θα περάση γρήγορα. Μετά την εγχείρηση θα νοιώθετε πολύ καλά. Ο Θεός να είναι μαζί σας».

Είχε την επιθυμία να φτιάξη κόλυβα για τους κεκοιμημένους γονείς και συγγενείς της, την οποία δυσκολευόταν να πραγματοποιήση. Χάρηκε υπερβολικά, όταν μια αδελφή, το Ψυχοσάββατο προ της Πεντηκοστής που βρέθηκε στο Μοναστήρι, έφτιαξε τα κόλυβα που μας είχε ζητήσει . Είχε παραγγείλει το πρόσφορο, έφερε μαζί της το νάμα, ζήτησε χαρτί και στυλό για να γράψη τα ονόματα των νεκρών που ήθελε.

Όταν ερχόταν μετά από κάποια προσκυνηματική εκδρομή μας έφερνε πάντα ευλογίες (λαδάκι από το καντήλι, σταυρουδάκια, θυμίαμα, μια κασέτα κλπ.). Άλλες φορές όταν της ανοίγαμε την πόρτα με πολλή χαρά μας εδινε τον καφέ και τα λουκούμια που κρατούσε λέγοντας: «Αυτά είναι για σας, σας παρακαλώ, μη τα κεράσετε στον κόσμο. Είναι κατάφρεσκος ο καφές. Πιστεύω θα σας αρέση. Τον πήρα σήμερα από τον Λουμίδη».

Την τελευταία φορά ήρθε με τον Σύλλογο ''Ονησιμος''. Ήταν ένα λεωφορείο με προσκυνητές από τους οποίους γνώριζε πολλούς. Βγήκε πρώτη από το λεωφορείο και έτρεξε στην κουζίνα για να προλάβη να δώση τον καφέ και τα λουκούμια που είχε αγοράσει. Ήταν όλο χαρά που προσφέραμε το δικό της κέρασμα στους προσκυνητές εκείνη την ημέρα.

Όταν της ζητούσαμε να προσευχηθή για κάποιο συγγενικό η φιλικό πρόσωπο, την επόμενη φορά που ερχόταν ρωτούσε «τι κάνει ο τάδε;» η «κάνε ένα καφέ να πιούμε για την ψυχή του αδελφού σου. Τον μνημονεύω, αδελφή μου».

Σεβόταν και τιμούσε πολύ τον Πνευματικό μας Πατέρα. Διάβαζε τα βιβλία του και μας έλεγε: «Να ξέρετε ότι έχετε σοφό και φωτισμένο Πνευματικό. Με τα βιβλία που γράφει βοηθάει πολύ κόσμο». Τον συνάντησε στο Μοναστήρι αρκετές φορές και κάποια φορά, στην εορτή της αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο αμέσως τηλεφώνησε να μας πη ότι τον είδε και φορούσε μια «λαμπρή στολή». Θυμάται μια αδελφή, πως, ενώ πλησίαζε κάποτε να πάρη ευχή από τον Δεσπότη ψιθύριζε: «ευλόγησέ τον Κύριε» και το επανελάμβανε πολλές φορές. Ύστερα πρόσθεσε: «ποιά είμαι εγώ που μπορώ να προσευχηθώ γι'αυτόν; ο Θεός να τον ευλογήση».

Ελεεινολογούσε τον εαυτό της και ευχαριστούσε για όλα τον Θεό. Δεν ήθελε να την επαινής, ούτε να λες κάτι καλό γι αυτήν. Τότε θύμωνε και δεν μιλούσε. Δεν ήθελε να την ρωτάς για την υγεία της. Σε κάποιες ερωτήσεις μας, σχετικά με την ζωή της, μερικές φορές δεν απαντούσε και σιωπούσε. Απέφευγε να μιλάη για τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε την εξωτερική της εμφάνιση και συμπεριφορά. Ένας μικρός ξύλινος Σταυρός, περασμένος σ' ένα κορδόνι, κρεμόταν στον λαιμό της, το κομποσχοίνι της, οι αποσκευές της με κάποια ευτελή ενδύματα, λίγα βιβλία, εικόνες και κασέτες, μια μικρή σύνταξη ήταν όλη της η περιουσία. Κρατούσε ελάχιστα χρήματα για τις προσωπικές της ανάγκες και τα εισητήρια.

Έκανε αληθινή και θεάρεστη ελεημοσύνη. Κοιμόταν στα παγκάκια των πάρκων και στα σαλόνια των Νοσοκομείων, την περιφρονούσαν οι άνθρωποι ως επαίτη και την έδιωχναν και εκείνη με την μικρή πτωχική της σύνταξη βοηθούσε πτωχούς, έκανε δωρεές σε διάφορες Εκκλησίες για αγιογραφίες, Ιερά καλύμματα, σημειωτέον και στην εξωτερική Ιεραποστολή.

Πολλές φορές τόσο με την παρουσία της όσο και με την συμπεριφορά της άφηνε αίσθηση "δια Χριστόν σαλής".

Μεταξύ πολλών άλλων, φανερών και αφανών, κάποια αδελφή θυμάται: «μια μέρα της πήγαινα φαγητό στο δωμάτιό της και είχα τον λογισμό ότι είναι αγία, ''δια Χριστόν σαλή''. Όταν μπήκα μέσα, χωρίς κανένα λόγο άρχισε να φωνάζη: ''Τι είναι αυτό που μου έφερες!... Δεν το θέλω!.. Πάρτο πίσω!..'' Δεν μπορώ να το κρίνω αν ήταν απάντηση στο λογισμό μου...»

Κάποια φορά έτρεχε από τον άγιο Αλέξιο, το κοιμητήρι της Μονής, και φώναζε δυνατά και χαρούμενα: «Βρήκα, αδελφούλα μου, τον τάφο ανοιχτό –τον είχε ανοίξει πριν την κοίμησή της η Γερόντισσα Μακρίνα –και ήθελα να μπω μέσα, να ξαπλώσω, αλλά σκέφθηκα ότι αγία ψυχούλα θα μπη εκεί και δεν μπορώ εγώ να τον μολύνω. Έτσι ξάπλωσα δίπλα. Τι όμορφα που ήταν!» Πετούσε από την χαρά της!

Μια χρονιά, παραμονή των αγίων Αρχαγγέλων, στις 7 Νοεμβρίου βρέθηκε ξαφνικά, όπως ερχόταν πάντα, στο Μοναστήρι με σκοπό να κατεβή πάλι το απόγευμα για τον Εσπερινό στο εξωκκλήσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, που πανηγύριζε και βρίσκεται κοντά στις όχθες της Υλίκης λίμνης. Εκείνο το βράδυ όμως έγινε ''χαλασμος Κυρίου''. Έπιασε δυνατή βροχή με αέρα και κρύο μαζί. Την άλλη ημέρα λίγο πριν το μεσημέρι η Γερόντισσα Μακρίνα, βλέποντας να μη σταματάη η βροχή, άρχισε να ανησυχή και μαζί με μια αδελφή, που οδηγούσε, κατευθύνθηκαν στο Εκκλησάκι. Την βρήκαν να κάθεται μόνη στα σκαλάκια του Ναού. Ανέμελη και χαρούμενη χαμογέλασε και είπε: «Μην ανησυχείτε για μένα. Έχω τους Αρχαγγέλους συντροφιά». Την πήραν μαζί τους στο αυτοκίνητο και ανέβηκαν στο Μοναστήρι.

Πριν δύο χρόνια, εορτή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, 29η Αυγούστου, βρέθηκε στην Θήβα. Περπατώντας μέσα στην αγορά βρήκε τα κρεοπωλεία ανοιχτά με τα κρέατα κρεμασμένα και τις τιμές πάνω σε αυτά. Έσχιζε τις τιμές και έτρεχε γρήγορα για να μη την πιάσουν οι κρεοπώλες λέγοντας: «νηστεία είναι σήμερα». Ήρθε έπειτα στο Μοναστήρι και γελώντας μας το αφηγείτο.

Την ίδια χρονιά, ένα απόγευμα του Καλοκαιριού, ήρθε καταϊδρωμένη και κατακόκκινη από την ζέστη με τα πόδια από το Ακραίφνιο. Μπαίνοντας στον ξενώνα διεπίστωσε ότι δεν είχε μαζί της μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, της Ιεροσολυμίτισσας. Βγαίνει γρήγορα, έρχεται στην κουζίνα και φεύγει τρέχοντας για το χωριό, πιστεύοντας ότι θα της έπεσε στο Πρατήριο που άφησε για λίγο την τσάντα της. Ήταν ώρα Εσπερινού και μέχρι να τελειώση ο Εσπερινός επέστρεψε κρατώντας την σφιχτά στα χέρια της και φιλώντας την Παναγία. «Την βρήκα, αδελφή μου, την βρήκα». Την χάρισε έπειτα στην αδελφή για να την κάνη εικόνα. Διήνυσε 10 χιλιόμετρα σε 3/4 της ώρας. Έτρεχε, δεν περπατούσε!

Μια φορά έφερε ξυνό τραχανά από κάποιο Μοναστήρι και ήθελε να της βράσουμε από αυτόν. Μόλις της τον πήγε η αδελφή, τον δοκίμασε και τον επέστρεψε λέγοντας: «Δεν τον θέλω, αδελφή μου, δεν είναι ξυνός, να τον δώσης στις γάτες». Πιστεύει η αδελφή πως το έκανε για να μη φάη κάτι που της άρεσε.

Σε μια από τις τελευταίες φορές που ήρθε στο Μοναστήρι είπε σε μια αδελφή: «Ξέρω, αδελφούλα μου, είσαι πολύ απασχολημένη, έχεις πολλές δουλειές. Κάνε όμως ελεημοσύνη και κάθησε να με ακούσης». Και άρχισε να αφηγήται περιστατικά που της συνέβησαν εκείνο τον καιρό και είχε στενοχωρηθή• όπως π.χ. που χαστούκισε τον οδηγό αστικού λεοφωρείου, στην Αθήνα, γιατί προσπάθησε να της σπρώξη την τσάντα που κρατούσε και δεν έφευγε από την είσοδο του λεοφωρείου. Βρέθηκε τότε στο Αστυνομικό Τμήμα μαζί με τον οδηγό, αλλά την απέλυσαν και γελούσε, αν και έλεγε πως έπρεπε να το εξομολογηθή γιατί αυτό την εμπόδιζε να κοινωνήση. Είπε επίσης για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε όταν πήγαινε στα σαλόνια των Νοσοκομείων για να διανυκτερεύση, επειδή ήταν άστεγη. Την έδιωχναν οι Νοσοκόμες, την μάλωναν οι καθαρίστριες, φώναζαν οι γιατροί και πολλές φορές καλούσαν την Αστυνομία.

Όταν την ρώτησε μια αδελφή: «Τι απαντάς, Στέλλα, σε όσους σε φωνάζουν και στους Αστυνομικούς»; εκείνη με θάρρος και ύφος είπε την απολογία της: «Ξέρετε, Κύριοί μου, εσείς έχετε το σπίτι σας, το κρεβάτι σας, το φαγητό σας, εγώ που θα μείνω; Το Κράτος φροντίζει για τους αλλοδαπούς, για τους πλημμυροπαθείς, τους σεισμόπληκτους, για μένα κανένας δεν φροντίζει». Άλλη φορά είπε: «Είναι καλοί άνθρωποι οι Αστυνομικοί. Εγώ δεν τους φοβάμαι. Άλλοι είναι αυτοί που με οδηγούν εκεί».

Τον τελευταίο καιρό είχε σοβαρό πρόβλημα γιατί ο Πνευματικός της, ένας ηλικιωμένος κατάκοιτος Παπούλης είχε κοιμηθή και ο καινούριος, επειδή δεν είχε πολύ χρόνο, δεν δεχόταν να του τα έχη γραμμένα και να τα διηγήται όλα με λεπτομέρειες. Έπρεπε να τελειώνη γρήγορα. Αυτό όμως δεν την ανέπαυε γιατί ήθελε να κάνη τέλεια εξαγόρευση, χωρίς να κρύπτη το παραμικρό και έτσι ήταν στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να εξομολογηθή, όπως αυτή ήθελε.

Είναι αλήθεια ότι της πρότειναν πολλοί να την φιλοξενήσουν και κάποιοι επίσης να της χαρίσουν ένα δωμάτιο. Δεν δεχόταν όμως και δεν ήθελε να δεσμεύεται. Είχε τις δικές της ''παραξενιες''που τις πλήρωνε όμως πολύ ακριβά. Στην πρότασή μας, μάλιστα, να μείνη μαζί μας έλεγε: «Μα εσείς είσθε μοναχές, ανήκετε στο Μοναστήρι σας, εγώ δεν ανήκω εδώ, είμαι ξένη. Πρέπει να φύγω. Άλλωστε οι δουλειές μου είναι στην Αθήνα. Θα πάω στις ομιλίες μου, στις αγρυπνίες, να πληρωθώ, να πάω για εξομολόγηση. Έχω δουλειές, αδελφή μου. Σας ευχαριστώ πολύ. Δεν μπορώ όμως να μείνω εδώ». Ούτε στην Μηλίτσα - γνωστή της κυρία, που την αγαπούσε- ήθελε να μένη πολύ. «Μα, η Μηλίτσα έχει οικογένεια, έχει τα παιδιά της, τον σύζυγό της, έχει την δουλειά της. Ένα βράδυ μόνο μπορώ να μείνω για να πάω πρωΐ-πρωΐ να πάρω νούμερο για εξομολόγηση».

Τον τελευταίο καιρό όμως, 8 μήνες πριν τον θάνατό της, βλέποντας πως οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν, δέχθηκε να φιλοξενηθή στο σπίτι της κυρίας Χρυσούλας, η οποία με πολλή αγάπη και ιδιαίτερη φροντίδα της παραχώρησε ξεχωριστό διαμέρισμα. Έκτοτε δεν εμφανίσθηκε στο Μοναστήρι.

Ένα χρόνο μετά τον αφανή θάνατό της και την περιπετειώδη και άσημη ταφή της και λίγες ημέρες μετά το "ετήσιο" Αρχιερατικό Μνημόσυνό της στο Καθολικό της Ιεράς Μονής, πιστεύουμε απόλυτα ότι ο Κύριος της έχει χαρίσει ''αυλη και αχειροποίητη σκηνή'' για να Τον δοξολογή αιωνίως. Με την ελπίδα και την βεβαιότητα μαζί ότι βρήκε παρρησία στον Θεό, πιστεύουμε ότι θα εισακούση Κύριος ο Θεός τις προσευχές της ταπεινής δούλης Του Στέλλας και για την δική μας αδελφότητα, όπως και για όλο τον κόσμο.

Η "ταπεινή προσκυνήτρια" έζησε αφανώς και κοιμήθηκε αφανώς. Έζησε όλη της την ζωή μαρτυρικώς και τελείωσε την ζωή της το ίδιο μαρτυρικώς, από τροχαίο ατύχημα στην οδό Βουλιαγμένης στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου του 2005.

Κ.μ.



Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου



ΙΟΥΛΙΟΣ 2006

ΠΗΓΗ: parembasis.gr
_________________
--------------------------------------------------------------------------------



Την ευχή σου να έχουμε γερόντισα Στελίτσα


και την ταπεινότητά σου......
_________________

--------------------------------------------------------------------------------

Θα αντιγράψω εδώ τα λόγια του μεγάλου Αγίου Σαλού, του Αγίου Συμεών, προς τον διάκονο Ιωάννη (ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε τον μυστικό αγώνα του) λίγο πρίν κοιμηθεί.

Πολλές φορές είχε κάνει εκτεταμένες και ωφέλιμες συζητήσεις μόνο μέ τόν Ιωάννη τό διάκονο και απειλούσε ότι, αν τόν φανερώσει, θα βασανιστεί πάρα πολύ στην άλλη ζωή. "Οταν του διηγήθηκε όλη τή ζωή του, δυό μέρες πρίν φύγει άπό αυτήν τή ζωή, του έλεγε: «Σήμερα πήγα στον αδελφό Ιωάννη και τόν βρήκα νά έχει προκόψει πολύ, μέ τή βοήθεια του Θεού, και χάρηκα. Τόν είδα νά φοράει στεφάνι μέ τήν επιγραφή "στεφάνι υπομονής τής ερήμου". Καί μου λέει εκείνος ό ευλογημένος: «Είδα, καθώς ήρθες, κάποιον νά σου λέει: " "Έλα, έλα, Σαλέ, γιά νά πάρεις όχι ένα στεφάνι, αλλά τά στεφάνια των ψυχών πού μου προσέφερες.» Ξέρω, αρχιδιάκονε ότι δεν είδε τίποτα τέτοιο γιά μένα, άλλα μου έκανε φιλοφρόνηση. Τρελός καί παλαβός άνθρωπος τι μισθό μπορεί νά έχει;»
Του έλεγε ακόμη:
«Σέ Ικετεύω νά μην περιφρονήσεις ποτέ κανέναν καί μάλιστα μοναχό ή φτωχό σ' οποιαδήποτε κατάσταση κι αν τόν δεις. Γνωρίζει ή αγάπη ότι υπάρχουν φτωχοί καί κυρίως τυφλοί, πού έχουν καθαριστεί καί λάμπουν σάν τόν ήλιο μέ τήν υπομονή τους καί τά βάσανα τους. Πόσους ντόπιους γεωργούς δέν είδα πολλές φορές στην πόλη νά πηγαίνουν νά κοινωνήσουν καί νά είναι πιό καθαροί κι άπό τό χρυσάφι, επειδή ήταν άκακοι, απερίεργοι καί επειδή έτρωγαν τό ψωμί τους μέ τόν ίδρωτα του προσώπου τους. Μή μέ κατηγορήσεις κύριε μου, γι' αυτά πού σου λέω. Γιατί ή αγάπη μου γιά σένα μέ ώθησε να σου διηγηθώ όλη την αμέλεια της αξιοθρήνητης μου ζωής. Να ξέρεις ότι και σένα ό Κύριος θα σε πάρει γρήγορα κοντά Του. Φρόντισε την ψυχή σου μ' όλη σου τη δύναμη, για να μπορέσεις νά περάσεις ανεμπόδιστα ανάμεσα άπό τους σκοτεινούς κοσμοκράτορες στον αέρα. Γνωρίζει ό Κύριος πόση μέριμνα και φόβο έχω, μέχρις ότου απαλλαγώ άπό αυτούς. Αυτή είναι ή " ημέρα ή πονηρά" για την οποία μίλησαν ό Απόστολος και ό Δαυίδ. Γι' αυτό σέ παρακαλώ, παιδί μου και αδελφέ μου Ιωάννη, αγάπησε μέ όλη σου τη δύναμη, αν είναι δυνατόν πάνω άπό τη δύναμη σου, τόν πλησίον σου μέ τήν ελεημοσύνη, γιατί αυτή ή αρετή περισσότερο άπ' όλες θα μας βοηθήσει τότε. Γιατί λέει ή Γραφή: 'Είναι μακάριος ο άνθρωπος πού φροντίζει τό φτωχό και στερημένο, κατά τήν ήμερα τήν πονηρή θα τόν σώσει ό Κύριος". Ακόμη σέ παρακαλώ νά μή σταθείς ποτέ μπροστά στό άγιο θυσιαστήριο έχοντας μέσα σου τίποτε εναντίον κανενός, μήπως ή αμαρτία σου κάνει καί άλλους ανάξιους της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος».
Αυτά και άλλα πολλά του είπε, μερικά άπό τά όποια τόν παρακάλεσε νά μήν τά πει ποτέ σέ κανένα, επειδή δέν μπορούν νά τά δεχτούν όλοι μέ πίστη. «Παρηγορήσου, γιατί μέσα σέ τρεις μέρες θα πάρει κοντά Του ό Κύριος τό Σαλό τόν ελάχιστο και τόν Ιωάννη τόν αδελφό του. Μάλιστα εγώ ό ίδιος πήγα και του είπα: " "Έλα, αδελφέ, ας πηγαίνουμε, είναι καιρός πιά". Μετά δυό μέρες νά έρθεις στό καλύβι μου, νά δεις τι θα βρεις, γιατί θέλω νά μνημονεύεις τόν τιποτένιο και αμαρτωλό Σαλό». Και αφού του είπε αυτά καί πολλά άλλα, πήγε καί περιορίστηκε στό καλύβι του.

Μου ήρθαν στο μυαλό καθώς διάβαζα τον βίο της Στελίτσας.
Αυτοί οι απλοί θα μας κρίνουν εκείνη την ημέρα. Αυτοί οι αφανείς, οι "παρακατιανοί", οι επαίτες, οι "χαζοί". Και θα είμαστε και αναπολόγητοι (για τον εαυτό μου μιλώ πρωτίστως)
Πώς το λέει κάπου για τον Θεό; πού έκρυψε τα μυστήρια του από τα μάτια των ισχυρών και υπερηφάνων και τα φανέρωσε στους ταπεινούς και καταφρονεμένους; (δεν το θυμάμαι, ας το βάλει κάποιος θεολόγος, ή όποιος το θυμάται, να το ξαναδιαβάσουμε)
Ας πρεσβεύουν όλοι οι Άγιοι (κρυφοί και φανεροί) να ελεήσει και εμάς ο Κύριος.
Αμήν

--------------------------------------------------------------------------------

Το βρήκα τελικά

19ιδου διδωμι υμιν την εξουσιαν του πατειν επανω οφεων και σκορπιων και επι πασαν την δυναμιν του εχθρου και ουδεν υμας ου μη αδικησει

20πλην εν τουτω μη χαιρετε οτι τα πνευματα υμιν υποτασσεται χαιρετε δε μαλλον οτι τα ονοματα υμων εγραφη εν τοις ουρανοις

21εν αυτη τη ωρα ηγαλλιασατο τω πνευματι ο ιησους και ειπεν εξομολογουμαι σοι πατερ κυριε του ουρανου και της γης οτι απεκρυψας ταυτα απο σοφων και συνετων και απεκαλυψας αυτα νηπιοις ναι ο πατηρ οτι ουτως εγενετο ευδοκια εμπροσθεν σου

22παντα παρεδοθη μοι υπο του πατρος μου και ουδεις γινωσκει τις εστιν ο υιος ει μη ο πατηρ και τις εστιν ο πατηρ ει μη ο υιος και ω εαν βουληται ο υιος αποκαλυψαι

23και στραφεις προς τους μαθητας κατ ιδιαν ειπεν μακαριοι οι οφθαλμοι οι βλεποντες α βλεπετε

24λεγω γαρ υμιν οτι πολλοι προφηται και βασιλεις ηθελησαν ιδειν α υμεις βλεπετε και ουκ ειδον και ακουσαι α ακουετε και ουκ ηκουσαν

Ταρσώ η δια Χριστόν Σαλή

Η Ταρσώ, μια νεαρή κοπέλα, περίπου δέκα τεσσάρων ετών, κλήθηκε από την χάρη του Αγίου Πνεύματος να αγωνιστεί για την σωτηρία της ψυχής της, όπως όλοι οι άνθρωποι, αφού ο Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Η θέληση της Ταρσώς για τη σωτηρία της, μέσα από την άσκησή της, υπήρξε σε μια συγκεκριμένη χαρισματική χρονική στιγμή της ζωής της, το ευλογημένο θυρανοίξιο της ψυχής για την είσοδο του Αγίου Πνεύματος και τη θεουργία της θείας μεταπλάσεώς της στη θέωση.

- «Εμείς είμαστε αμαρτωλοί, τι σχέση μπορούμε να έχουμε με τους αγίους;».
Η μακαρία Ταρσώ είχε άλλη λογική. Ξεκίνησε τον ασκητικό της αγώνα με την απόφαση ενός θανάτου, του θανάτου του εαυτού της. Συχνά έλεγε, όταν δε μιλούσε με σαλότητα :
- «Στον τόπο τούτο μ’ έφερε μια νεκροφόρα. Να, εδώ από κάτω μ’ έφερε» (και έδειχνε το χώμα).
Έτσι, όλη της η ζωή ήταν μια προσπάθεια διαρκούς νεκρώσεως του εαυτού της. Ήταν νεκρή για όλα τα τερπνά και τα ηδέα, αλλά και τα θλιβερά του κόσμου τούτου. Και ακριβώς αυτή η νέκρωση κάθε ανθρώπινου στοιχείου στην προσωπική της ζωή, έκανε εύλογα όσους την πλησίαζαν να σκέπτονται :
- Ποιος μπορεί αλήθεια να φτάσει στα μέτρα της Ταρσώς; Αυτή είναι η εκλεκτή του Θεού!

Η μακαρία Ταρσώ διέβλεψε, χάριτι Θεού, τα δικά της μέτρα και έτσι διάλεξε το δικό της δρόμο, τη δική της οδό προς την Βασιλεία του Θεού, την οδό της σαλότητας διά Χριστόν!
Το οικογενειακό της περιβάλλον δεν ήταν φυσικά ικανό να αντιληφθεί τον υψηλό στόχο της, που εφαίνετο αφύσικος για μια τόσο μορφωμένη και ιδιαιτέρα όμορφη κόρη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, μιας επίμονης φυγής και καταφυγής στο μοναχικό βίο, η ευκολότερη αντίδραση είναι συνήθως η γνωμάτευση των οικίων, ότι «το παιδί τρελάθηκε»! Έτσι η Ταρσώ «χρειάστηκε» ψυχιατρική βοήθεια.
Όμως, η μακαρία Ταρσώ δεν ήταν τρελλή. Ήταν πολύ πιο λογική από πολλές μοναχές της Μονής, που την θεωρούσαν τρελή και γι’ αυτό την περιφρονούσαν και την απέφευγαν. Ήταν σαλή διά Χριστόν, δηλαδή, ολόκληρη, με την ψυχή και το σώμα, με την καρδιά και το λογικό της, δοσμένη στον Σωτήρα Χριστό. Συνεπής στον Πατερικό λόγο, «Δώμεν εαυτούς τω Κυρίω εξ ολοκλήρου ίνα ολόκληρον αυτόν αντιλάβωμεν». Σε αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο στο Χριστό το λογικό της εφωτίζετο αδιάλειπτα από το φως του Χριστού, κατά την διαβεβαίωση του ψαλμωδού : «συ φωτίεις λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτίεις το σκότος μου».
Η Ταρσώ (ή Ταρασία) Ζαγοραίου γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου του έτους 1910, στο χωριό Ρογό, της περιοχής Κορθίου της νήσου Άνδρου. Ήταν η μικρότερη από τα έξι παιδιά της οικογένειάς της.
Οι γονείς της Περικλής και Μαρία, ήσαν Θεοσεβείς και Θεοφοβούμενοι, ιδιαιτέρως δε η μητέρα της. Ίσως την θρησκευτική ζωή της οικογένειας να επηρέασε θετικά συγγενής της μοναχός, ονόματι Γαλακτίων, ο οποίος από το 1898 έμενε σε έναν απόμερο χώρο του σπιτιού τους.

Η νεαρή Ταρσώ έτυχε αρτίας μορφώσεως, για την εποχή της, τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο. Ήταν άριστη μαθήτρια, πολλές φορές πρώτη στην τάξη της. Όταν ήταν 8 χρονών, ο θάνατος της μεγάλης αδελφής της, Πηνελόπης, σε ηλικία 20 ετών, βύθισε αυτήν και όλη την οικογένειά της στο πένθος.

Η Ταρσώ, σαν στερνοπαίδι, ήταν το πιο χαϊδεμένο από τα αδέλφια, γι’ αυτό και δεν την άφηναν να κάνει δουλειές. Σε μικρή ηλικία πήρα μαθήματα μαντολίνου και με την αδελφή της έπαιζαν συχνά σε συντροφιές. Οι γονείς καθώς και τα παιδιά τους, ήταν πολύ εργατικοί και έτσι υπήρχε στο σπίτι επάρκεια αγαθών. Ζούσαν σε ένα κτήμα έξω από το χωριό και η ζωή κυλούσε ήσυχα μέσα σε οπωροφόρα δένδρα, ελιές και έναν λαχανόκηπο που είχαν για τις ανάγκες τους, παρέα με τα αγελαδοπρόβατα, τα οποία τους προμήθευαν μαλλί, γάλα και τυρί.

Στο δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, άρχισε να εκδηλώνεται ο θρησκευτικός της χαρακτήρας και η διάθεσή της να ασχολείται με τα θεία. Η ίδια ομολογεί και επισημαίνει το χρονικό σημείο της αρχής της ζωής της ευσέβειάς της, λέγοντας κάποια φορά : «εγώ έφυγα από το σπίτι μου 14 χρονών. Τόσα παιδιά παίζαμε έξω από το φούρνο αλλά ήρθε ο αξιωματικός (ο άγγελος) και εμένα διάλεξε. Με πήρα στην αγκαλιά του και που με πήγε δεν ξέρω. Έπαθα αλλοίωση».

Πράγματι, φαίνεται ότι από την αποκαλυπτική αυτή χρονική στιγμή άρχισε η εμφάνιση κάποιων τρόπων συμπεριφοράς της, που προοιώνιζαν τη μετέπειτα παράδοξη πνευματική της ζωή, όπως τελικά καταστάλαξε στην ιδιότυπη διά Χριστόν σαλότητά της.

Τώρα ήθελε να φύγει μακριά από τους ανθρώπους και την οικογένειά της, ποθούσε την μόνωση και την ελευθερία. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, σκεπτόταν και μιλούσε για την άλλη ζωή, προσηύχετο για τους νεκρούς συγγενείς της και μάλιστα συζητούσε μαζί τους. Άρχισε να εκδηλώνει χάρισμα διοράσεως σε διάφορα περιστατικά της καθημερινής ζωής. Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμάζονταν να ξαπλώσουν και η μητέρα της τελείωνε την προσευχή της, η Ταρσώ της είπε να μην κάνουν την Θ. Λειτουργία που είχαν προγραμματίσει για την επόμενη σε διπλανό χωριό, επειδή ο παπάς δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει. Η μητέρα της έκπληκτη, την αποπήρε και η Θεία Λειτουργία έγινε. Όπως όμως απεδείχθη, η μικρή Ταρσώ με το μεγάλο χάρισμα, διέβλεψε το κώλυμα : ο ιερέας αποβραδίς είχε μεθύσει.

Εν τω μεταξύ, αφού η αδελφή της Κατίνα παντρεύτηκε στην Αθήνα, μετά το 1931, εγκαταστάθηκαν και οι υπόλοιποι εκεί. Η συμπεριφορά της και εδώ παρέμεινε η ίδια : ήρεμη, εσωστρεφής αλλά και αγαπητή σε όλους. Παρουσίαζε όμως και τα παρεξηγήσιμα σαλά καμώματά της. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι συχνά φορούσε ένα λευκό χιτώνα και επίσης λευκό μαντήλι και ότι έφευγε πολλές φορές προς άγνωστη κατεύθυνση, χωρίς κανένα φόβο. Φορούσε πάντοτε παλιά παπούτσια και όταν της έδιναν κάποιο καινούργιο ζευγάρι φρόντιζε να τα «περιποιηθεί» καταλλήλως, κτυπώντας τα επίμονα με μια πέτρα για να τα κάνει όπως ήθελε αυτή.
Προπολεμικά, το 1939, της έκαναν και συνοικέσιο. Την κάλεσαν για τραπέζι στο σπίτι του γαμπρού, όπου πήγε με τον αδελφό της. Ο Θεός όμως επέτρεψε να γίνει κάποιος μικρός πειρασμός που έκανε τον αδελφό της να θυμώσει και να την πάρει αμέσως να φύγουν. Η ίδια, έφυγε με την ίδια απάθεια με την οποία είχε πάει, χωρίς να εκδηλώσει αντίδραση, ούτε δυσαρέσκεια. Ότι είχε να πει, το έλεγε μυστικά στο Νυμφίο της Χριστό και ήρεμη δεχόταν τα γεγονότα όπως έρχονται, γεμάτη εμπιστοσύνη και πίστη σε Αυτόν που την επέλεξε από μικρή ως νύμφη Του.

Το καλοκαίρι του 1940, πήγαν για παραθερισμό στην Άνδρο, όπου αποκλείσθηκαν έως το 1942. Εκεί έχασε και την καλύτερή της φίλη, με την οποία έκαναν πολύ παρέα, πράγμα που την λύπησε πολύ.


επικοινωνήστε μαζί μας @

Σύμφωνα πάντοτε με πληροφορίες των συγγενών της, η σαλότητα της Ταρσώς, είχε ανησυχήσει τόσο τους οικείους της, ώστε το 1942 που επέστρεψαν στην Αθήνα για να προλάβουν χειροτέρευση της καταστάσεώς της, «την πήγαν με το ζόρι» στους ψυχιάτρους. Και εκείνοι διέγνωσαν «σχιζοφρένια». Για τους ψυχιάτρους η Ταρσώ είχε κάποια πειστικά ευρήματα μιας τέτοια ψυχοπαθολογίας. Ισχυριζόταν ότι άκουγε φωνές κεκοιμημένων, είχε το στοιχείο της επιμονής και «άλογης» φυγής από τις κοινωνικές σχέσεις, ζητούσε την μόνωση. Αλλά οι ψυχίατροι δεν μπορούσαν φυσικά να αντιληφθούν τις πνευματικές αφετηρίες της, κατ’ αυτούς, «παθολογικής» συμπεριφοράς. Έτσι την υπέβαλαν σε μια χειρουργική επέμβαση, που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Έκαναν δύο τρύπες στο κρανίο της, στην θέση των κροτάφων, δεξιά και αριστερά, αλλά χωρίς κανένα «θεραπευτικό» αποτέλεσμα, ούτε εξάλλου βλαπτικό των διανοητικών και ψυχικών της λειτουργιών.

Πάντως με την χειρουργική αυτή ψυχιατρική επέμβαση, η Ταρσώ χαρακτηρίστηκε «επίσημα» ως τρελή. Επέτρεψε ο Θεός να φθάσει σε μια πολύ ταπεινωτική, για τους πολλούς, κατάσταση, η οποία εντούτοις συνυπολογίζεται οπωσδήποτε στην εκούσια και ακούσια γενικώς άσκηση, στην οποία την οδήγησε ο Θεός για να τον δοξάσει από το υψηλό πνευματικό βάθρο της έσχατης, κατά κόσμο, ταπεινώσεως της διά Χριστόν Σαλότητας.

Η Ταρσώ είχε ήδη λάβει Πνεύμα Θεού, προ του πειρασμού του ψυχιατρείου. Έτσι ο πειρασμός της αναγκαστικής της υποβολής σε ψυχιατρική χειρουργική επέμβαση ήταν από το Θεό το καθορισμένο ψυχοσωματικό υπόβαθρο της πνευματικής της σαλότητος. Ήταν δύο φορές «τρελή». Μία φορά κατά κόσμο! Σύμφωνα με την ψυχιατρική διάγνωση! Και μια φορά κατά Χριστόν. Ήταν έτσι περιχαρακωμένη στην έσχατη ταπείνωση. Σε αυτήν την κατάσταση, «δεν ήταν τίποτε, δεν είχε τίποτε!».

Ίσως γι’ αυτό αργότερα έλεγε συχνά : «Μου τα πήραν όλα. Μου πήραν εκατομμύρια και δεν έχω τίποτα». Δεν είχε τίποτα. Είχε λοιπόν την δυνατότητα να αποκτήσει το παν. Την καλή αλλοίωση μέσα από την χαρισματική οδό την εν Χριστώ σαλότητος.

Το 1944, στον εμφύλιο, ενώ όλοι οι άνθρωποι ήσαν κλεισμένοι στα σπίτια τους, η Ταρσώ εξακολουθούσε να φεύγει ντυμένη στα άσπρα. Ένα βράδυ κάποιοι κτύπησαν το κουδούνι στην πόρτα της αδελφής της – εκείνη έμενε στα Εξάρχεια, στους πρόποδες του λόφου Στρέφη, όπου είχαν ανοίξει χαρακώματα οι αριστεροί και κατείχαν τον λόφο. Η Ταρσώ έμενε με τους γονείς της, στο σπίτι τους, πίσω από το πρώτο νεκροταφείο στην Γούβα. Έντρομη η αδελφή της, που ήταν μόνη με τα τρία της μικρά παιδιά, άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε μια ομάδα από ένοπλους αριστερούς, με γενειάδες, που την ρώτησαν αν έχει μια αδελφή με το όνομα Ταρσώ Ζαγοραίου. Η αδελφή της τρόμαξε, νομίζοντας ότι είχε πάθει κάτι η Ταρσώ. Ο ένας από του ένοπλους άντρες, που φαινόταν και επικεφαλής, παραμέρισε τότε τους άλλους και έκανε τόπο στην Ταρσώ να περάσει και να μπει στο σπίτι. Στην συνέχεια λέει στην αδελφή της : «Ποια είναι αυτή που περνάει ατρόμητη μέσα από τις σφαίρες και καμιά σφαίρα δεν την αγγίζει;».

Αυτή η παράδοξη εξωτερικώς και θεία εσωτερικώς κατάσταση της μακαρίας Ταρσώς είχε φέρει σε πλήρη αμηχανία τους δικούς της, οι οποίοι πλέον δεν ήξεραν τι να σκεφτούν και τι να κάνουν. Η αγαπημένη τους Ταρσώ, αν και είχε έναν διαφορετικό από αυτούς τρόπο ζωής, ήταν τόσο προσηνής και υπάκουη, ώστε δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάθε κίνηση που γινόταν «για το καλό της», εκ μέρους των άλλων. Είδαμε ότι δεν αντέδρασε στο συνοικέσιο που της έκαναν, αλλά και υπέμεινε στο πραγματικό μαρτύριο της αδικαιολόγητης λοβοτομής, παραδομένη ολοκληρωτικά στον Κύριο και Νυμφίο της. Εφόσον ο Ίδιος την είχε εισάγει στο μεγαλειώδες και ειδικό αυτό αγώνισμα της δι’ Αυτόν σαλότητος, ώφειλε να τον ακολουθήσει, αίροντας τον Σταυρό Του, ο οποίος είναι «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία» (Α’ Κορ. α’, 23).

Πως ήταν δυνατόν ωστόσο, να την αφήσει ο Χριστός στα χέρια των καλοθελητών αυτών μέχρι τέλους, αφού έβλεπε ότι, από το πολύ ενδιαφέρον τους, είχαν καταντήσει επικίνδυνοι για την γνήσια δούλη Του; Έτσι, οδήγησε τα βήματά της, πάλι μέσω της υπακοής, σε τόπο όπου πλέον θα μπορούσε ανενόχλητη να ασκηθεί μαζί με άλλες ψυχές που είχαν επίσης αφιερωθεί σ’ Αυτόν.
Η μητέρα της Ταρσώς ακολουθούσε το παλαιό ημερολόγιο και είχε κάποια σχέση με την Ι. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, στην Κερατέα. Εκείνη την εποχή, που η Ταρσώ εθεωρείτο άρρωστη, με ψυχιατρική βεβαίωση (!), κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Ματθαίος, κτήτωρ και επίσκοπος της Μονής, έκανε θαύματα και ιδιαιτέρως θεραπείες. Για το λόγο αυτό η μητέρα της Ταρσώς σκέφτηκε να συνοδεύσει την κόρη της και να φιλοξενηθούν για κάποιο διάστημα στη Μονή, μήπως γίνει το θαύμα και «θεραπευθεί» η Ταρσώ. Έτσι κάποια μέρα του 1949, την πήρε, απογοητευμένη από κάθε ανθρώπινη βοήθεια και την έφερε, χωρίς να το γνωρίζει, στο οριστικό στάδιο της αθλήσεώς της.

Φαίνεται ότι εκεί έμειναν περίπου τρεις μήνες, χωρίς όμως το αποτέλεσμα που έλπιζαν και επιθυμούσαν. Έτσι, η μητέρα της Ταρσώς απεφάσισε να την πάρει να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η Ταρσώ όμως δεν ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι με κανένα τρόπο. Γι’ αυτό παρακάλεσε η μητέρα της να την φιλοξενήσουν για κάποιο ακόμα διάστημα. Το διάστημα αυτό ήταν τελικά όλη της η ζωή.

Δεν συγκαταλέχθηκε στην αδελφότητα της Μονής, παρέμεινε με τις άλλες δόκιμες στον ξενώνα, όπως συνηθίζεται στην Μονή αυτή. Διέμενε στον χώρο αυτό, υπηρετούσε στα διάφορα διακονήματα, έκανε τα σαλά της, ολοένα αυξανόμενα, και εδέχετο τις περιφρονητικές αντιμετωπίσεις των μοναχών και των λαϊκών. Παρακολουθούσε τις καθημερινές ακολουθίες που εγίνοντο για τους εκεί διαμένοντες, όπου και ανεγίγνωσκε τον Εξάψαλμο, τα Ψαλτήρια, τις Ώρες. Πολλοί ακόμη ενθυμούνται την κατανυκτική της φωνή.

Κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής της, της ανέθεσαν το διακόνημα της αντιγραφής των χειρογράφων από το αρχείο της βιβλιοθήκης που διέθεταν, επειδή η Ταρσώ ήταν καλλιγράφος. Οι μοναχές θυμούνται ότι, στην εμφάνισή της ήταν πολύ όμορφη, με ξανθές πυκνές μπούκλες, πράσινα μάτια και χαρούμενο πρόσωπο. Κρατούσε πάντα στα χέρια της ένα Προσευχητάριο με το οποίο προσηύχετο συνεχώς. Απέφευγε τις επαφές με τις άλλες δόκιμες μοναχές και προτιμούσε να κάθετε στο κελί της και να προσεύχεται.

Κάθε φορά που η αρμόδια μοναχή πήγαινε να την ξυπνήσει νύχτα, στην ώρα του κανόνα, την εύρισκε πάντα όρθια να προσεύχεται. Μετά από λίγες μέρες διαπίστωσαν οι αδελφές ότι δεν ξάπλωνε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί ούτε την ώρα της αναπαύσεως, αλλά κοιμόταν καθιστή.
Στον κόπο της νύκτας πρόσθετε και αυτόν της ημέρας. Εκτός από το παραπάνω διακόνημα ανέλαβε να κουβαλά νερό από την Ζωοδόχο Πηγή, 100 μέτρα από τον ξενώνα της Μονής, για τις ανάγκες των εξωτερικών αδελφών.

Μετά από καιρό άρχισε να συμπεριφέρεται και να μιλά παράξενα, σε σημείο που παρεξηγείτο. Άρχισε να κοροϊδεύει και να επιτιμά τους ανθρώπους και περισσότερο τους ξένους που επισκέπτοντο την Μονή. Οι μοναχές, βλέποντας όλα αυτά της είπαν να φύγει από τον Ξενώνα, όπου είχε μείνει περίπου δύο χρόνια. Έτσι, χωρίς πάλι να το επιδιώξει, βρέθηκε η αγωνίστρια του Χριστού χωρίς κελί, μη έχοντας «που την κεφαλή κλίνη». Εγκαταστάθηκε έξω από την νότια είσοδο της Μονής, στα χωράφια, όπου υπήρχαν τα μαντριά της Μονής και κάποια χαλάσματα. Από τότε, μέχρι το 1988, έμενε εκεί, στο ύπαιθρο ή σε καλύβες από χορτάρια, που τις έστηνε και τις χαλούσε μόνη της. Τα πρώτα χρόνια, δεν είχε σταθερό μέρος να μένει και περιφέρετο μέσα στα χωράφια και στα βουνά. Αργότερα, στην δεκαετία 1970-1980 επιδιόρθωσε τα χαλάσματα που αναφέραμε, τελείως μόνη της, κουβαλώντας τσιμεντόλιθους και σκεπάζοντάς τα με νάιλον και τσίγκους, όταν πλέον είχε αρχίσει να γερνά και είχε ανάγκη από κάποια σταθερή στέγη. Κανείς δεν ήξερε που κοιμόταν και που εύρισκε υπόστεγο στις μεγάλες βροχές και στις κακοκαιρίες. Πολλές φορές ωστόσο, την είδαν μέσα στην βροχή να κάθεται στο ύπαιθρο, κρατώντας μία λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι της.

Πολλές φορές, έβγαινε και έξω από την ακτίνα του χώρου της Μονής και περπατούσε στις κωμοπόλεις της Κερατέας και του Μαρκόπουλου και επισκέπτετο διάφορα σπίτια. Αυτό ανησυχούσε πολύ την Ηγουμένη Ευφροσύνη, επειδή πίστευε ότι ήταν επικίνδυνο για μια γυναίκα να γυρίζει μόνη της τις νύχτες. Γι’ αυτό μια μέρα την φώναξε και της είπε να μη φεύγει μακριά από το Μοναστήρι, γιατί διαφορετικά θα την έδιωχνε. Υπάκουσε η Ταρσώ στην Ηγουμένη και από τότε δεν ξαναβγήκε από την περιοχή της Μονής.
Αν και δεν θεωρείτο κανονικά αδελφή της Μονής, συμμετείχε ενεργά στην ζωή της αδελφότητος. Η διακονία της, που την είχε διαλέξει μόνη της, ήταν να μεταφέρει κάθε μέρα, για πολλά χρόνια, το γάλα για όλη την αδελφότητα (περισσότερες από 300 μοναχές) από τα μαντριά που ήταν περίπου 500 μέτρα έξω από την Μονή, στο Μαγειρείο. Τα άδεια δοχεία τα επέστρεφε στο μαντρί γεμάτα νερό από την Ζωοδόχο Πηγή, που το χρησιμοποιούσαν οι μοναχές για να ποτίζουν τα ζώα. Από το Μαγειρείο έπαιρνε και το φαγητό της.

Επίσης, έριχνε κοπριά στα αμπέλια της Μονής. Το φορτηγό της Μονής άδειαζε την κοπριά εκεί κοντά, για να πάνε οι μοναχές την επομένη ή κάποια άλλη μέρα, να την ρίξουν στα αμπέλια. Δεν προλάβαιναν όμως, γιατί την επομένη το πρωί, τα εύρισκαν όλα έτοιμα. Το μυστήριο αυτό δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν. Έτσι παραφύλαξαν ένα βράδυ και είδαν την Ταρσώ να ρίχνει μόνη της μέσα στην νύχτα όλη την κοπριά απ’ άκρη σε άκρη στα αμπέλια.

Επίσης, συμμετείχε στις γενικές εργασίες – παγκοινίες – όπου συγκεντρώνοντο πολλές αδελφές, όπως στην συλλογή του βίκου, στον τρύγο, στα χωράφια κ.λ.π. εργαζόταν και αυτή όπως και οι άλλες αδελφές, με την διαφορά ότι δεν καθόταν κοντά τους, αλλά σε κάποια απόσταση από αυτές και ακολουθούσε στην εργασία. Στην ώρα του φαγητού, με το κατσαρολάκι της, πήγαινε για να ζητήσει το φαγητό της από την μαγείρισσα που έδινε φαγητό και στις αδελφές.

Έτσι λοιπόν ο Θεός διά των γεγονότων καθόρισε τον τρόπο της ζωής της αλλά και τον τόπο, στον οποίο θα ζούσε μέχρι την κοίμησή της. Ερημική, ασκητική ζωή. Αδιάλειπτη προσευχή και λογική λατρεία στο Θεό.
Διηγείται λοιπόν, η αδελφή της Μαρίνα, πως την συνέλαβε κάποτε σε μια πολύ προσωπική της στιγμή, αφού δεν γνώριζε ότι την παρακολουθούν : «Είχαμε αγρυπνία στο Μοναστήρι. Ήταν καλοκαίρι και η αγρυπνία γινόταν στην αυλή. Είχε φεγγάρι. Όταν άρχισε το Απόδειπνο, έφυγα για να πάω να δω τι κάνει η Ταρσώ. Τότε έμενε στο προηγούμενο κελί της, μια παράγκα από σανίδες. Δεν ήταν έξω. Πλησίασα σιγά-σιγά και, χωρίς να με αντιληφθεί, κοίταξα ανάμεσα από τις χαραμάδες που είχαν οι σανίδες. Ήταν όρθια, έκανε τον σταυρό της, προσηύχετο ψιθυριστά και συνεχώς έλεγε : «Παναγία μου, βοήθησέ με την αμαρτωλή, βοήθα με Παναγία μου, Δέσποινά μου, βοήθα με σε παρακαλώ…». Έμεινα να την ακούω όσο μπόρεσα και όταν επέστρεψα, η αγρυπνία ευρίσκετο στα Απόστιχα, μετά την Λιτή».

Με τον τρόπο αυτό, τον ασκητικό και ησυχαστικό, διαμόρφωσε ανάλογα την εξωτερική της εμφάνιση και αργότερα το ερημικό κελί της.

«Στην αρχή φορούσε μαύρο ράσο αλλά φρόντιζε να φαίνεται παλιό. Το έραβε μόνη της, με τεράστιες φαρδιές τσέπες για να βάζει τα βιβλία της προσευχής, τη Σύνοψη, την Αγία Γραφή, το Ψαλτήρι, κ.α.. Αλλά καθώς προχωρούσαν τα χρόνια, η ενδυμασία της προσαρμόζετο πλέον στην ψυχολογία και το πνεύμα της σαλότητος, εγίνετο ρυπαρή και κακόγουστη, μέχρι αστεία».
Μια τακτική επισκέπτρια της Ταρσώς περιγράφει ως εξής την ενδυμασία της : «Φορούσε μια ξεσκισμένη βρώμικη πουκαμίσα (κάποτε λευκή), μακρύτερη από το, κάποτε μαύρο φόρεμα - ζωστικό, η οποία είχε ραμμένη μια τεράστια εσωτερική τσέπη, τέτοια που να χωρά ότι είχε και δεν είχε, αυτή που τίποτα δεν είχε. Από πάνω, προσπαθώντας μάταια να ζεσταθεί το χειμώνα, έβαζε 3-4 αδιάβροχα νάιλον, το ένα πάνω στο άλλο και στους ώμους ένα καφετί προσόψι, με επιτήδεια ραμμένη κορδελίτσα, σαν μπέρτα»!

Η Ταρσώ φρόντιζε ιδιαίτερα να κρύβει το ωραίο πρόσωπό της, από τα νιάτα της, και ιδιαίτερα τώρα, στην άσκησή της, τα ωραία μάτια της, που αν τα πρόσεχες κάποιες φορές έδειχναν σαν ένα κομμάτι διαμαντένιου ουρανού! Φορούσε στα μάτια της γυαλιά με χοντρούς φακούς, τα οποία στήριζε γύρω στο κεφάλι της με σύρμα. Όταν ήθελε να διαβάσει κάτι, το πλησίαζε πολύ κοντά στο πρόσωπό της. Μια φορά, λοιπόν, λέει σε μια συνομιλήτριά της : «Όλα τους τα έδωσα αδελφούλα μου, τι άλλο να τους δώσω ακόμη; Και τα μάτια μου τους τα έδωσα». Η ευλαβής αδελφή δεν αντιλήφθηκε το νόημα των λόγων αυτών. Όμως αργότερα πληροφορήθηκε, πως όταν ήταν νέα, κάποιος άνδρας, που είχε επισκεφθεί το Μοναστήρι, θαύμασε τα μάτια της και τον άκουσε να λέει πως έχει ωραία μάτια. Τότε αυτή πήγε στο Μοναστήρι, πήρε ένα ζευγάρι γυαλιά με χοντρούς φακούς και τα φόρεσε, με αποτέλεσμα να χαλάσει την όρασή της.
Επίσης τα πρώτα χρόνια που πήγε στο Μοναστήρι, κάλυπτε την μύτη της με μια μαύρη κορδέλα, την οποία είχε η ίδια επιμεληθεί για να κρύβει το πρόσωπό της, γιατί κάποιος της είχε πει ότι έχει ωραία μύτη. Την κορδέλα αυτή την έβγαλε από το πρόσωπό της όταν άρχισε να γερνά.
Φρόντιζε επίσης να έχει σκυμμένο συνεχώς το κεφάλι της, κάτω στο χώμα. Όπως η ίδια είχε πει, «το καφετί χρώμα είναι το χρώμα μου»!
Εξάλλου, τα παπούτσια της ήταν τρυπητά, λαστιχένια (πάντοτε όμως παλιά), δεμένα με σκουριασμένο σύρμα και επίσης πάντοτε παράταιρα.

Οι διαστάσεις του κελιού της δεν επέτρεπαν ένα ανθρώπινο κρεβάτι. Μόνο σκυφτός ή καθιστός χωρούσες μέσα. Άλλωστε σαράντα πέντε χρόνια δεν κοιμήθηκε ξαπλωμένη. Μόνο όταν χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο δύο φορές, κοιμήθηκε σε κρεβάτι με κάποιες τύψεις «για την πολυτέλεια».
Το εσωτερικό, πάντως, του κελιού της ήταν εντελώς ακατάστατο. Εκεί υπήρχαν μπόγοι ανοιγμένοι, που έχασκαν χυμένα κάποια παλιόρουχα ή κουβέρτες κουβαριασμένες, ντενεκάκια από κονσέρβες για τις γάτες, σκουπίδια διάφορα και μικροπράγματα άχρηστα. Όλα αυτά σχημάτιζαν ένα σωρό ετερόκλητων πραγμάτων που, στο σύνολό τους, θύμιζαν σκουπιδότοπο.
«Στη γωνιά του κελιού της, υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος. Ένας – δύο τσιμεντόλιθοι και ένα στραβωμένο σακί τσιμέντο που πέτρωσε από την βροχή, ήταν τα καθίσματά της. Στα νιάτα της κούρνιαζε σαν σκυλί, δίπλα σε θάμνους και στα γεράματά της, συνήθως την εύρισκες καθιστή σε αυτόν τον πάγκο, με το κεφάλι γερμένο. Ακόμη και όταν, τον τελευταίο χρόνο, την πήραν στο γηροκομείο του Μοναστηριού, την εύρισκαν να περνά τη νύχτα σε ένα πεζούλι, έξω στην βροχή».
Η τροφή της ήταν πάντοτε λιγοστή. Ο κανόνας της στο φαγητό φάνηκε και στις τελευταίες της μέρες στο Κ.Α.Τ. Έκανε υπακοή να δεχθεί σούπα, αλλά όταν επέμεναν να συνεχίσει, αρνήθηκε. «Έφαγα, έφαγα, τέσσερις κουταλιές». Αυτό ήταν το όριό της.
Η αδελφή Μαρίνα, από την Μονή, της έφερνε το μεσημβρινό φαγητό της, που το χώριζε στα δύο για να δειπνήσει με δυο μπουκιές το βράδυ. Στην περίπτωση που η καλή Μαρίνα έλειπε για δουλειές εκτός της Μονής, δεν είχε την έγνοια της κανένας άλλος. Φαίνεται ότι κάποιες φορές έμενε ολόκληρη εβδομάδα νηστική, μέχρι αν επιστρέψει εκείνη από τις δουλειές της.
Της έφερναν μερικές φορές καλομαγειρεμένο φαγητό, που διαφέρει πολύ από φαγητό μαγειρεμένο στο καζάνι για 300 ψυχές. Η αδελφή Μαρίνα της έλεγε : «Κράτησε λίγο να φας», διότι την λυπόταν που ήταν ταλαιπωρημένη. Της απαντούσε : «Μα καλά, το κοσμικό φαγητό είναι καλύτερο;».
Άλλοτε, της πήγε μια πολύ καλή μερίδα ψάρι. Αυτή το καθάρισε και τόδωσε στα γατιά. Της λέει η αδελφή: «μα τι κάνεις; Τι θα φας; Φάε ευλογημένη εσύ το ψάρι και δώσε στα γατιά τα κόκαλα». Και η απάντηση : «μα καλά, εσύ αποφάγια τρως στο Μοναστήρι; Πως θα φάνε τα γατιά τα αγκάθια (κόκαλα);» Με την ίδια στοργή, τάιζε και τα ποντίκια του κελιού της, με μικρά κομματάκια ψωμί. «Θέλουν να φάνε και αυτά», έλεγε.
Η τρυφερότητα που αισθανόταν για τα ζώα ήταν πολύ μεγάλη. Μια φορά βρήκε κοντά στην θάλασσα ένα κοκαλιάρικο γαϊδουράκι, που έπρεπε να το είχαν εγκαταλείψει γέρικο πολύ για αν πεθάνει. Το πήρε, το έφερε στο κελί της και το τάιζε με ψωμί, όσο καιρό έζησε.
Ποιος μπορεί αν αμφιβάλει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να μοιράζεται το λιγοστό φαγητό της με τους άλογους και τους λογικούς φίλους της, αν δεν είχε σε μεγάλο βαθμό αποδεσμευτεί από τις υλικές ανάγκες; Όντως, η πραγματική της τροφή, αυτή που την χόρταινε, ώστε να λησμονεί την υλική τροφή, ήταν η πνευματική. Η σκέψη της και η καρδιά της ήταν αποκλειστικά δοσμένες στα ουράνια και στα άγια, στα οποία εντρυφούσε αδιάλειπτα. Αυτό το νόημα είχε ασφαλώς η απάντησή της στην πρόθυμη επισκέπτρια να της φέρει ότι φαγητό θα επιθυμούσε :
- Τι να σου φέρω Ταρσώ να φας;
- Εσύ θα μου φέρεις να φάω; Εμένα μου φέρνει ο αξιωματικός (ο άγγελος) και η Μαρία !

Τα λίγα αυτά βιογραφικά στοιχεία δίνουν μία πρώτη γενική εικόνα της ζωής της Ταρσώς που προηγήθηκε της εγκαταστάσεώς της στον τόπο της θεοφιλούς της ασκήσεως, αλλά, μέχρι κάποιου σημείου, και της ζωής της, όπως άρχισε αυτή να διαμορφώνεται πλέον, με την ασκητική της βιοτή, στον τόπο αυτό.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ

Η ερημική ζωή της Ταρσώς και το γεγονός ότι δεν απομακρυνόταν, παρά σπανιότατα και μόνο για σοβαρό λόγο (όπως στην περίπτωση μιας αναγκαίας νοσηλείας), από τον τόπο αυτό της ασκητικής της διαμονής, δημιουργούσε ευνόητα την απορία στους επισκέπτες, που για πρώτη φορά έφταναν εκεί, ποια μπορούσε να είναι η πνευματική της τροφοδοσία, εφόσον δεν μπορούσε να εκκλησιάζεται και ποια σχέση ήταν δυνατόν να έχει με τη μυστηριακή, ιδιαίτερα, ζωή της Εκκλησίας.
Είναι φυσικό, ένας διά Χριστόν σαλός άνθρωπος να μην έχει Εκκλησιαστική ζωή, όπως την ζει ο χριστιανός του κόσμου : εκκλησιασμό και συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, κατά τις τακτές ημέρες και ώρες των Ιερών Ακολουθιών. Ο σαλός και επομένως «άτακτος» τρόπος της ζωής του, δεν του επιτρέπει την παρακολούθηση της εκκλησιαστικής ζωής, κατά τον «κατεστημένο» τρόπο, εφόσον εξάλλου, μεταξύ των στόχων της σαλότητας, υπάρχει και η αποφυγή από οτιδήποτε συντηρεί «κατεστημένη» ευσέβεια, «ευσχημόνως και κατά τάξιν», όπου όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος της «ρουτίνας» της εκκλησιαστικής ζωής.
Αλλά τότε, πως μπορεί ένας σαλός διά Χριστόν να είναι ένας χαρισματικός χριστιανός, χωρίς εκκλησιαστική ζωή;
Αν ένας χριστιανός είναι πράγματι χαρισματικός, και μόνο από το γεγονός αυτό βεβαιώνεται ότι ο άνθρωπος αυτός ζει μέσα στην Εκκλησία και διά της Εκκλησίας πορεύεται προς την Βασιλεία του Θεού, όπως όλοι οι άλλοι χριστιανοί. Κάθε πραγματικό χαρισματικό άνθρωπο τον παρακολουθεί βήμα προς βήμα, κατά την πορεία του αυτή, η χάρη του Θεού και αναπληρώνει τα πνευματικά υστερήματα που μπορεί αν οφείλονται στον ιδιαίτερο τρόπο βιώσεως της χριστιανικής του ζωής, όπως λ.χ. αυτούς που ζουν «στα σπήλαια και στις οπές της γης»!
Είπε κάποτε: «Οι αρχάγγελοι μου έδωσαν τρεις στολές και τρεις η Παναγία. Μία μέχρι κάτω, μία ως εδώ και μία ως το γόνατο. Μου τις πήραν και λειτουργούν στην Εκκλησία».
Τι ήθελε να πει η Ταρσώ με τους συμβολικούς αυτούς λόγους; Ποιο είναι το νόημά τους που απέκρυπτε από το νου του συνομιλητή της; Μια πρώτη εντύπωση, που προκαλούν οι λόγοι αυτοί της Ταρσώς είναι ότι ευλογήθηκε τρεις φορές από τους αρχαγγέλους και από την Παναγία. Να υποθέσουμε ότι τον πλούτο αυτό των ευλογιών η ίδια η Ταρσώ τον κατάθεσε στο Σώμα της Εκκλησίας; Οπωσδήποτε όμως δεν είμαστε έξω από το βασικό νόημα αυτού του λόγου, αν αντιληφθούμε την προσφορά του χαρίσματος της σαλότητας αλλά και ολόκληρης της αναγεννημένης ζωής της στη «λειτουργία» της Εκκλησίας! Η αυτοσυνειδησία της Ταρσώς ήταν βαθύτατα εκκλησιαστική!
Μια κυρία, συχνή επισκέπτρια της Ταρσώς διηγείται: «Μια νύχτα βλέπω στον ύπνο μου πως έκανα καθαριότητα στο σπίτι μου και πίσω μου ακολουθούσε η Ταρσώ με μία σκούπα στο χέρι, σκουπίζοντας το δάπεδο με πολύ προθυμία και επιμέλεια. Είχα χαρά και απορία μέσα μου γι’ αυτό που έκανε. Και αμέσως, σαν να διάβασε τις σκέψεις μου εκείνη την στιγμή, μου λέει σαν απάντηση σε αυτά που σκεφτόμουν : «επειδή έστειλες στον αδελφό μου αλάτι για το φαγητό του, ήρθα και εγώ να σε βοηθήσω». Ξύπνησα πολύ χαρούμενη. Προσπαθούσα να καταλάβω τα λόγια της και σκεφτόμουν αν είχα κάνει κάτι καλό εκείνες τις ημέρες. Θυμήθηκα μετά από πολύ κόπο ότι είχα στείλει ένα δεματάκι στο Άγιον Όρος με κιμωλία για την προεργασία των εικόνων και κάποιες πληροφορίες για την αγιογραφία, προκειμένου να βελτιώσουν την δουλειά τους.
Την επόμενη φορά που την επισκέφτηκα μου λέει: «ο αδελφός μου με τρέφει και μένα κάθε μέρα, με μνημονεύει, τον ευχαριστώ, να’ ναι καλά».αργότερα πληροφορήθηκα ότι ο μοναχός στον οποίο είχα στείλει το δέμα, που ήταν ιερέας, είχε ακούσει για την Ταρσώ και την μνημόνευε καθημερινά στις Θείες Λειτουργίες που έκανε».