Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

῾Η ῾Αγία Μαρία ἡ Βιθυνὴ*

Επὶ τῇ μνήμῃ τῶν ῾Αγίων Εὐγενίου καὶ τῆς θυγατέρας του Μαρίας: 12 Φεβρ

῾Ο Βίος τοῦ Εὐγενίου καὶ τῆς θυγατέρας του Μαρίας

— ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ
(ΣΤʹ αἰὼν)
ΗΤΑΝ κάποιος ἄνθρωπος στὴ Βιθυνία, ποὺ λεγόταν Εὐγένιος. Αὐτὸς εἶχε γυναίκα, ἡ ὁποία γέννησε μιὰ μοναχοκόρη καὶ τὴν ὀνόμασε Μαρία. ᾿Επειδὴ ὅμως πέθανε ἡ μητέρα της, τὴν ἀνέθρεψε ὁ πατέρας της μὲ πολὺ συστηματικὴ διδασκαλία καὶ ἁγία ζωή. Κι ὅταν μεγάλωσε ἡ νέα, τῆς εἶπε ὁ πατέρας της:
«Παιδί μου, νά, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου τ᾿ ἀφήνω στὰ χέρια σου, κι ἐγὼ σηκώνομαι καὶ φεύγω στὸ μοναστήρι νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».
Καὶ ἡ κόρη ἀπάντησε καὶ εἶπε: «Πατέρα, σὺ θέλεις νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου, καὶ τὴ δική μου νὰ τὴν ἀφήσεις νὰ χαθεῖ; Δὲν ξέρεις ὅτι λέει ὁ Κύριος· ῾Ο βοσκὸς ὁ καλὸς τὴ ζωή του θυσιάζει γιὰ τὰ πρόβατάτου, καὶ πάλι λέγει· Αὐτὸς ποὺ σώζει ψυχὴ θὰ εἶναι ὅπως αὐτὸς ποὺ τὴ δημιούργησε»;
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ πατέρας της τῆς λέει, ἐπειδὴ τὴν ἔβλεπε νὰ
ὀδύρεται καὶ νὰ κλαίει: «Παιδί μου, τί μπορῶ νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ μπῶ σὲ μοναστήρι καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν μαζί μου νὰ εἶσαι; Γιατὶ ὁ διάβολος ἐνοχλεῖ μὲ σᾶς τὶς γυναῖκες καὶ ταράζει τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ».
Κι αὐτὴ εἶπε· «῎Οχι, πατέρα, δὲν θὰ μπῶ στὸ μοναστήρι ὅπως σὺ νο-
μίζεις, ἀλλὰ ἀφοῦ κόψω τὰ μαλλιά μου καὶ ντυθῶ ἀνδρικά,
ἔτσι θὰ ἔλθω μαζί σου».
* * *
ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ἀφοῦ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκοψε τὰ μαλλιά της τὴν ἔντυσε ἀνδρικά, τὴν ὀνόμασε Μαρίνο καὶ τῆς παρήγγειλε λέγοντας:«Πρόσεχε, παιδί μου, πῶς νὰ φυλάγεις τὸν ἑαυτό σου,
γιατὶ πρόκειται νὰ περνᾶς ἀνάμεσα ἀπὸ φωτιά· φύλαξε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ χάριν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ὑπόσχεσή μας».Κι ἀφοῦ τὴν πῆρε μπῆκε σὲ κοινόβιο καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα προόδευε ἡ κόρη σὲ κάθε ἀρετὴ καὶ σὲ πολλὴ ἄσκηση. ῞Ολοι λοιπὸν οἱ ἀδελφοὶ τὴ θεωροῦσαν ὅτι εἶναι εὐνοῦχος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε γένεια καὶ εἶχε λεπτὴ φωνή, ἐνῶ ἄλλοι ὑπέθεταν ὅτι αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ πολλὴ ἐγκράτεια, γιατὶ ἔτρωγε κάθε δύο μέρες. Συνέβη νὰ πεθάνει ὁ πατέρας της καὶ πρόσθεσε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὑπακοή, ὥστε καὶ χάρισμα νὰ πάρει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐναντίον τῶν δαιμόνων· σ᾿ ὁποιονδήποτε δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους ἀκουμποῦσε τὰ χέρια της εὐθὺς ἀμέσως θεραπευόταν. Τὸ κοινόβιο εἶχε μαζί μ᾿ αὐτὴν σαράντα πνευματικοὺς ἄνδρες καὶ κάθε μήνα τέσσερις ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ἔστελναν ἔξω γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ εἶχαν αὐτοὶ καὶ ἄλλων ἀναχωρητῶν τὴ φροντίδα. Στὰ μέσα τοῦ δρόμου ὑπῆρχε πανδοχεῖο καὶ ἐπειδὴ ἦταν μακρὺς ὁ δρόμος πηγαινοερχόμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖ ἀναπαύονταν.Αὐτοὺς τοὺς περιποιόταν ὁ ξενοδόχος καὶ τοὺς φιλοξενοῦσε μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα.
ΚΑΠΟΙΑ μέρα λοιπὸν ὁ ἡγούμενος κάλεσε κοντά του τὸν ἀββᾶ Μαρίνο καὶ τοῦ λέγει:«᾿Αδελφέ, γνωρίζω καλὰ ὅλη σου τὴ ζωὴ καὶ τὴ μεγάλη σου ὑπακοή, ὅτι δηλαδὴ εἶσαι τέλειος σὲ ὅλα. ᾿Αποφάσισε λοιπὸν νὰ βγεῖς στὴ διακονία τοῦ μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἀδελφοὶ λυποῦνται ποὺ δὲν βγαίνεις. ᾿Εὰν τὸ κάνεις αὐτό, μεγαλύτερο μισθὸ θὰ ἀποκομίσεις ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεό». Καὶ ὁ Μαρίνος ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ λέει:«Δῶσε τὴν εὐχή σου, πάτερ, καὶ ὅπου κι ἄν μὲ διατάξεις,ἐγὼ πηγαίνω». Κι ὅταν λοιπὸν κάποια μέρα βγῆκε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφοὺς γιὰ δουλειὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σταμάτησαν νὰ ξεκουρασθοῦν στὸ πανδοχεῖο, συνέβη κάποιος στρατιώτης νὰ διαφθείρει τὴν κόρη τοῦ πανδοχέα, ὥστε αὐτὴ νὰ συλλάβει. Εἶπε σ᾿ αὐτὴν ὁ στρατιώτης ὅτι: «῎Αν γίνει γνωστὸ στὸν πατέρα σου, πὲς ὅτι· ῾Ο νεώτερος, ὁ μοναχὸς τοῦ κοινοβίου, ὁ ὄμορφος, ὁ λεγόμενος Μαρίνος, ἐκεῖνος κοιμήθηκε μαζί μου». Κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε τὴν πληρωμὴ γιὰ τὴν ἀτίμωση, πῆρε τὸ δρόμο καὶ ἔφυγε. ᾿Επειδὴ ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες τὸ ἀντιλήφθηκε ὁ πατέρας της, ζήτησε νὰ μάθει λέγοντας: «᾿Απὸ ποῦ σοῦ ἔγινε αὐτό;». Καὶ αὐτὴ ἔρριξε τὸ φταίξιμο πάνω στὸν Μαρίνο.
Ο ΠΑΝΔΟΧΕΑΣ λοιπὸν ἀφοῦ τὴν πῆρε, φθάνει στὸ μοναστήρι κρά-
ζοντας καὶ λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ πλάνος ἐκεῖνος, ποὺ τὸν λένε χριστιανό;».
Καὶ μόλις τὸν συνάντησε ὁ ἀποκρισάριος τοῦ εἶπε: «Τί φωνάζεις ἀδελφέ;».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε:«Φωνάζω, γιατὶ κακιὰ ἡ ὥρα ποὺ σᾶς συνάντησα καὶ νὰ
μὴν μοῦ συμβεῖ ποτὲ πιὰ νὰ δῶ μοναχοὺς καὶ ὅσα ἔχουν σχέση μ᾿ αὐτούς».
Τὰ ἴδια ὅμως ἔλεγε καὶ στὸν ἡγούμενο, ὅτι: «Τὸ κορίτσι μου, πάτερ, τὸ ὁποῖο εἶχα μονάκριβο καὶ ποὺ σ᾿ αὐτὸ περίμενα ὅτι μποροῦν ν᾿ ἀναπαυθοῦν τὰ γηρατιά μου, νὰ τὶ μοῦ τὸ ᾿κανε ὁ Μαρίνος, ποὺ τὸν λέτε χριστιανό».
Κι ὁ ἡγούμενος τοῦ λέει:«᾿Αδελφέ, τί νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν εἶναι ἐδῶ;
῞Οταν ὅμως ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία, δὲν μοῦ μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τὸν διώξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ἀφοῦ ἔφτασε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφούς,
λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἡγούμενος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ διαγωγή σου καὶ ἡ ἄσκηση, ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ κατέλυσες στὸ πανδοχεῖο διέφθειρες τὴν κόρη τοῦ πανδοχέ-
α καὶ ἦρθε ἐκεῖνος ἐδῶ καὶ μᾶς ἔκανε θέατρο μπροστὰ στοὺς
λαϊκούς;». Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Μαρίνος πέφτει κάτω λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, πάτερ, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, γιατὶ ὡς
ἄνθρωπος πλανήθηκα».
῾Ο ἡγούμενος ὀργίστηκε καὶ τὸν ἔβγαλε ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ βγῆκε ἔξω καὶ καθόταν στὸ ὕπαιθρο ὑπομένοντας τὸ
κρύο μὲ γενναιότητα καὶ τὴ ζέστη. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἔμπαιναν καὶ
ἔβγαιναν τὸν ρωτοῦσαν· «Γιατί κάθεσαι ἐδῶ;».Καὶ τοὺς ἔλεγε· «Γιατὶ ἐπόρνευσα καὶ γι᾿ αὐτὸ μ᾿ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ τῆς θυγατέρας τοῦ πανδοχέα,
γέννησε ἡ κόρη του ἀγόρι καὶ ἀφοῦ τὸ πῆρε στὰ χέρια του ὁ πανδοχέ-
ας φθάνει στὸ μοναστήρι. Βρῆκε τὸν Μαρίνο νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὸν
πυλώνα, τοῦ ᾿ριξε στὰ πόδια του τὸ παιδὶ καὶ λέει· «Νὰ τὸ παιδὶ τῆς
ἁμαρτίας σου. Πάρτο».
Καὶ ἀμέσως ἔφυγε. Κι ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε ὁ Μαρίνος τὸ παιδὶ λυπό-
ταν γι᾿ αὐτὸ λέγοντας:
«Καλὰ ἐγὼ τὶς ἁμαρτίες μου πληρώνω, ἀλλὰ γιατί καὶ αὐτὸ τὸ ἀξιολύπητο παιδὶ μαζί μου νὰ πεθαίνει;».
῎Αρχισε λοιπὸν νὰ ζητάει καὶ νὰ παίρνει γάλα ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ
νὰ τὸ ἀνατρέφει σὰν πατέρας. Καὶ δὲν τοῦ ᾿φτανε ὁ περισπασμὸς τὸν
ὁποῖο εἶχε, ἀλλὰ τὸ παιδὶ κλαίγοντας καὶ θρηνώντας τοῦ χαλοῦσε καὶ
τὰ ροῦχα του.Μετὰ τρία χρόνια, ἐπειδὴ εἶδαν οἱ ἀδελφοὶ τὴν τόσο μεγάλη θλίψη καὶ τὴν ὑπομονή του, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν ἡγούμενο λένε:
«᾿Αρκετὰ τιμωρήθηκε, ἀφοῦ μπροστὰ σὲ ὅλους ὁμολογεῖ
τὸ σφάλμα του».
Καὶ ἐπειδή, ὁ ἡγούμενος μὲ κανένα τρόπο δὲν πειθόταν νὰ τὸν δεχθεῖ, τοῦ λένε οἱ ἀδελφοί:
«᾿Εὰν δὲν τὸν δεχθεῖς κι ἐμεῖς φεύγουμε ἀπὸ τὸ μοναστή-
ρι· πῶς ἆραγε μποροῦμε νὰ ζητοῦμε συγγνώμη γιὰ τὶς ἁ-
μαρτίες μας τὶς καθημερινές, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κάθεται
τρία χρόνια στὸ ὕπαιθρο;».
ΤΟΤΕ τὸν δέχτηκε ὁ ἡγούμενος λέγοντας:«Νά, σὲ δέχομαι ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τῶν ἀδελφῶν, παρόλο ποὺ εἶσαι ὁ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους».
Κι αὐτὸς ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Μοῦ εἶναι πολὺ, πάτερ, νὰ μπῶ κάτω ἀπὸ τὴ στέγη σας».
Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν ἔβαλε στὶς πιὸ ἐξευτελιστικὲς ἐργασίες τοῦ
μοναστηριοῦ καὶ τὶς ἔκανε αὐτὲς μὲ προθυμία ζώντας μὲ πολὺ κούρα-
ση, ἐνῶ εἶχε καὶ τὸ παιδὶ πίσω του νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ ζητάει
φαγητὸ καὶ ὅσα χρειάζονται τὰ νήπια νὰ τρῶν. ᾿Αφοῦ λοιπὸν μεγάλω-
σε τὸ παιδὶ καὶ ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἀρετὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει καὶ τὸ
μοναχικὸ σχῆμα.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ρώτησε ὁ ἡγούμενος τοὺς ἀδελφούς:«Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφὸς Μαρίνος; Γιατὶ μέχρι σήμερα πέρα mσαν τρεῖς μέρες καὶ δὲν τὸν εἶδα στὶς ἀκολουθίες ἀφοῦ πάντοτε πρὶν ἀπ᾿ ὅλους ἐρχόταν σ᾿ αὐτὲς - μπῆτε στὸ κελλί του μήπως ἀπὸ κάποια ἀρρώστια βρίσκεται πεσμένος».
᾿Αφοῦ σηκώθηκαν λοιπὸν καὶ πῆγαν, τὸν βρῆκαν νὰ ἔχει πεθάνει καὶ
ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγούμενος ὅτι ὁ ἀββᾶς Μαρίνος πέθανε καὶ αὐτὸς
εἶπε: «῏Αραγε πῶς ἔφυγε ἡ ἄθλια ψυχή του; Ποιά ἀπολογία
μπόρεσε νὰ δώσει;».
Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κηδέψουν. Καὶ μόλις πῆγαν νὰ τὸν πλύνουν
ἀνακάλυψαν ὅτι ἦταν γυναίκα καὶ ὅλοι ἀνέκραξαν τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Καὶ ὁ ἡγούμενος ρωτοῦσε νὰ μάθει: «Τί ἔχετε πάθει;».
Κι αὐτοὶ εἶπαν· «῾Ο ἀδελφὸς Μαρίνος εἶναι γυναίκα».
Τότε ἀφοῦ μπῆκε μέσα, πέφτει κάτω μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος
κλαίοντας καὶ λέγοντας:
«᾿Εδῶ θὰ πεθάνω μπροστὰ στὰ ἅγια του πόδια, ἕωςὅτου ἀκούσω συγχώρηση».
Καὶ ἦλθε φωνὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔλεγε: «᾿Εὰν αὐτὸ τὸ ἤξερες καὶ τὸ ἔκανες, δὲν θὰ σοῦ συγχωριόταν ἡ ἁμαρτία· ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔκανες χωρὶς νὰ τὸ γνω-
ρίζεις, θὰ σοῦ συγχωρεθεῖ».
ΑΦΟΥ σηκώθηκε εἰδοποιεῖ τὸν πανδοχέα κι ὅταν ἐκεῖνος μπῆκε τοῦλέει:
«Νά, ὁ Μαρίνος πέθανε».
Κι αὐτὸς λέει:
«῾Ο Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσει, γιατὶ ρήμαξε τὸ σπίτι μου».
Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ ἡγούμενος:
«Μετανόησε,ἀδελφέ, γιατὶ ἁμάρτησες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μένα μὲ παρέσυρες μὲ τὰ λόγια σου, γιατὶ ὁ Μαρίνοςεἶναι γυναίκα».
Καὶ ἀφοῦ τὸ κατάλαβε ὁ πανδοχέας τἄχασε καὶ δόξασε τὸν Θεό. Καὶ
νὰ σὲ λίγη ὥρα φθάνει ἡ θυγατέρα του γεμάτη τύψεις καὶ λέγει τὴν
ἀλήθεια ὅτι: «῾Ο στρατιώτης μὲ ἀτίμασε καὶ μὲ μόλυνε» καὶ ἀμέσως
θεραπεύθηκε.
Καὶ ἀφοῦ πῆραν οἱ ἀδελφοὶ τὸ λείψανο τῆς ὁσίας Μαρίας, τὸ ἄλειψαν μὲ μύρα καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ τόπο ἱερὸ προσφέροντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ταφή, ἀνυμνώντας τὸν Χριστὸ τὸν σωτήρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸν ποὺ πάντοτε δοξάζει ὅσους τὸν δοξάζουν. Σ᾿ αὐτὸν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
_
(*) Δημητρίου Γ. Τσάμη, Μητερικόν, Τόμος Αʹ, ἐκδόσεις ᾿Αδελφότητος «῾Η ῾Αγία Μακρί-
να», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 314-319.